Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οστεο-
1 εγγραφή
οστεο- [osteo] & οστεό- [osteó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οστε- [oste], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. (ανατ., ιατρ.) αναφέρεται στα οστά του ανθρώπινου σώματος ή αφορά αυτά: ~μαλάκυνση, ~πόρωση, ~ρραφία, ~σκλήρυνση, οστεαλγία, ~αρθρίτιδα. || είναι κατάλληλο για τα οστά συνήθ. του ανθρώπινου σώματος: ~τόμος, ~τρύπα νο. 2. προέρχεται από οστά: οστεάνθρακας, οστεόκολλα. 3. προορίζεται για τα οστά των νεκρών: ~θήκη, ~φυλάκιο.

[λόγ. < αρχ. ὀστε(ο)- θ. του ουσ. ὀστοῦν ως α' συνθ.: αρχ. ὀστεο-λογία & γαλλ. osteo- < αρχ. ὀστεο-: οστεο-πάθεια, οστεό-φυτο, οστεό-κολλα < γαλλ. ostéopathie, ostéophyte, ostéocolle]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες