Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
55 εγγραφές [51 - 55] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οσφυαλγία η [osfialjía] Ο25 : (ιατρ.) πόνος στη μέση που οφείλεται σε ερεθισμό των ιστών που περιβάλλουν τη σπονδυλική στήλη.
[λόγ. < αρχ. ὀσφυαλγία]
- οσφυϊκός -ή -ό [osfiikós] Ε1 : (ανατ.) που βρίσκεται ή αναφέρεται στη μέση του ανθρώπου: Οσφυϊκοί σπόνδυλοι.
[λόγ. οσφύ(ς) -ικός]
- οσφυοκάμπτης ο [osfiokámptis] Ο10 : (λόγ., μειωτ.) για άνθρωπο δουλοπρεπή και αναξιοπρεπή.
[λόγ. οσφύ(ς) -ο- + κάμπ(τω) -της]
- οσφύς η [osfís] Ο γεν. οσφύος, αιτ. οσφύ, πληθ. οσφύες, γεν. οσφύων : (λόγ.) η μέση του ανθρώπου. (έκφρ.) κάποιος έχει εύκαμπτη* οσφύ.
[λόγ. < αρχ. ὀσφύς]
- όσχεο το [ósxeo] Ο40 : (ανατ.) ο θύλακος μέσα στον οποίο βρίσκονται οι όρχεις.
[λόγ. < ελνστ. ὄσχεον (αρχ. ὄσχη)]