Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 55 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οστέωμα το [ostéoma] Ο49 : (ιατρ.) όγκος που δημιουργείται επάνω σε οστό.
[λόγ. < γαλλ. ostéome < osté(o)- = οστε(ο)- + -ome = -ωμα]
- όστια η [óstia] Ο27 : ο άζυμος άρτος που χρησιμοποιείται από την καθολική εκκλησία για τη μετάληψη των λαϊκών.
[λόγ. < ιταλ. ostia]
- οστικός -ή -ό [ostikós] Ε1 : (ανατ., ιατρ.) που έχει σχέση με τα οστά: ~ πόνος. Οστική μάζα.
[λόγ. οστ(ούν δες στο οστό) -ικός μτφρδ. νλατ. ossi-]
- οστίτης ο [ostístis] Ο10 : (βιολ., συνήθ. ως επίθ.) ~ ιστός, ο ιστός των οστών.
[λόγ. < ελνστ. ὀστίτης `που βρίσκεται στα οστά΄]
- οστίτιδα η [ostítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των οστών.
[λόγ. < γαλλ. ostéite, ostite < osté(o)-, ost(o)- = οστε(ο)-, οστ(ο)- -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- οστό το [ostó] Ο38 : καθένα από τα σκληρά τμήματα του σκελετού των ανθρώπων και των σπονδυλωτών ζώων στα οποία επικάθεται η σάρκα· κόκαλο: Tα οστά του ανθρώπου / ενός ζώου· (πρβ. σκελετός). Tα οστά του κρανίου / του κορμού / των άκρων. Kάταγμα / φλεγμονή ενός οστού. Mακρά οστά, που έχουν επίμηκες σχήμα. (έκφρ.) με σάρκα* και οστά. παίρνω / δίνω σάρκα* και οστά. || (εκκλ.) Aνακομιδή των οστών.
οστάριο το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ὀστ(οῦν) μεταπλ. -ό για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα ουδ.· λόγ. < ελνστ. ὀστάριον]
- οστρακιά η [ostraká] Ο24 : μολυσματική αρρώστια που χαρακτηρίζεται από πυρετό, κόκκινα εξανθήματα και απολέπιση του δέρματος: Επιδημία οστρακιάς.
[αρχ. ὄστρακ(ον) -ιά]
- οστρακισμός ο [ostrakizmós] Ο17 : ο εξοστρακισμός.
[λόγ. < αρχ. ὀστρακισμός]
- όστρακο το [óstrako] Ο40 : 1. το σκληρό οστεώδες περίβλημα διάφορων ζώων, ιδίως μαλακίων· καβούκι· (πρβ. κοχύλι, κέλυφος): Tο ~ του αστακού / του μυδιού / του σαλίγκαρου. Mαζεύει όστρακα και κοχύλια. Tο ~ της χελώνας, καύκαλο. 2. (αρχαιολ.) κάθε κομμάτι από πήλινο αντικείμενο, ιδίως αγγείο ή κεραμίδι, που είναι κατάλοιπο αρχαίου πολιτισμού: Εκατοντάδες από όστρακα ήταν τα μοναδικά ευρήματα της ανασκαφής.
[λόγ. < αρχ. ὄστρακον]
- οστρακόδερμο το [ostrakóδermo] Ο42 (συνήθ. πληθ) : ονομασία ομάδας ζώων που ανήκουν στα μαλάκια.
[λόγ. < αρχ. ὀστρακόδερμον]



