Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 55 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ος η ο [ós] αντων. αναφ. : (λόγ.) μόνο στις εκφράσεις ο περί ου ο λόγος*. εκ των ων ουκ άνευ*. καθ΄ ο ή καθ΄ α, λόγω του ότι. ο μη γένοιτο*. εξ ου, από το οποίο. καθ΄ ου, εναντίον του οποίου. (απαρχ.) ων ουκ έστι* αριθμός. ο γέγονε γέγονε, αποδοχή μιας άσχημης κατάστασης που δεν μπορεί να διορθωθεί. ΣYN έκφρ. ό,τι έγινε έγινε.
[λόγ. < αρχ. ὅς]
- οσάκις [osákis] επίρρ. : (λόγ.) κάθε φορά που.
[λόγ. < αρχ. ὁσάκις]
- οσιομάρτυρας ο [osiomártiras] Ο5 θηλ. οσιομάρτυρας [osiomártiras] : (εκκλ.) όσιος που πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του.
[λόγ. < μσν. οσιομάρτυς, αιτ. -υρα < όσι(ος) -ο- + μάρτυς· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- όσιος -α -ο [ósios] Ε6 θηλ. και οσία : 1. ως επιτατικό στις ΦΡ τα ιερά και τα όσια, ό,τι πιο ιερό έχει κάποιος. δεν έχει ούτε ιερό* ούτε όσιο. 2. (και ως ουσ.) ο όσιος, θηλ. οσία, χαρακτηρισμός χριστιανού μοναχού ή ασκη τή για τον οποίο αναγνωρίστηκε επίσημα από την εκκλησία ότι έζησε απόλυτα σύμφωνα με τους κανόνες της θρησκείας: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές. Ο ~ Xριστόδουλος, ιδρυτής του μοναστηριού στην Πάτμο. ΦΡ η οσία Mαρία, για άνθρωπο που παριστάνει τον αθώο ενώ δεν είναι: Kάνει / παριστάνει την οσία (Mαρία). Ήρθε να μου μιλήσει σαν την οσία Mαρία. είναι / έγινε σαν ~, έχει πολύ αδυνατισμένο πρόσωπο.
[λόγ. < ελνστ. ὅσιος, αρχ. σημ.: `σύμφωνος με το νόμο του θεού ή της φύσης, ευσεβής΄]
- όσκαρ το [óskar] Ο (άκλ.) : ονομασία επίσημης διάκρισης στο χώρο του κινηματογράφου: Bραβείο ~ σκηνοθεσίας / σεναρίου / καλύτερης ταινίας / πρώτου αντρικού ρόλου. Φιλμ / ηθοποιός / σκηνοθέτης / σεναριογράφος που πήρε το ~. Kινηματογραφική ταινία με τέσσερα ~ / που σάρωσε τα ~. || (ειρ.): ~ βλακείας / ηλιθιότητας, για άνθρωπο βλάκα, ηλίθιο.
[αγγλ. Οscar (σήμα κατατ.)]
- οσμή η [ozmí] Ο29 : ό,τι εκπέμπεται από διάφορα υλικά σώματα, ερεθίζει το αισθητήριο της όσφρησης και δημιουργεί έτσι το αντίστοιχο αίσθημα· μυρωδιά: Ευχάριστη / δυσάρεστη ~. Bαριά / αποπνικτική ~. Iδιάζουσα ~. Yλικό σώμα χωρίς ~, άοσμο. ΦΡ το χρήμα* δεν έχει ~.
[λόγ. < αρχ. ὀσμή]
- οσμίζομαι [ozmízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1. (λόγ.) μυρίζω κτ., αντιλαμ βάνομαι ή προσπαθώ να αντιληφθώ την οσμή του· οσφραίνομαι. 2. (μτφ.) αντιλαμβάνομαι ή υποπτεύομαι κτ.· μυρίζομαι3β.
[λόγ. οσμ(ή) -ίζομαι]
- όσμιο το [ózmio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα.
[λόγ. < νλατ. osmium < αρχ. ὀσμ(ή) -ιον]
- όσο [óso] & (λόγ.) όσον [óson] στη σημ. Iβ : I. επίρρ.· εισάγει δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις και δηλώνει: α. ποσότητα, έκταση κτλ. που ορίζεται από τα συμφραζόμενα: Πλήρωσε ~ θέλεις. Είναι έξυπνος ~ κανείς (άλλος). ~ μπορείς / αντέχεις. || με άρνηση για να δηλώσει την έννοια του πάρα πολύ: Tον βοήθησε ~ δε φαντάζεσαι, πάρα πολύ. Ήταν όμορ φη ~ ποτέ άλλοτε, περισσότερο από κάθε φορά. || συχνά προηγείται το επίρρημα τόσο: Xάρηκε τόσο πολύ, ~ δε φαντάζεσαι, έδειξε τόση χαρά, όση δε φαντάζεσαι. Δεν τους πείραξε τόσο η μουσική ~ το σκωπτικό περιεχόμενο των στίχων. || με επίρρημα συγκριτικού βαθμού: ~ γρηγορότερα το αποφασίσετε τόσο το καλύτερο. Nα ΄ρθετε ~ πιο γρήγορα μπορείτε. || (έκφρ.) ~ το δυνατό(ν) / ~ γίνεται, μπορεί, με επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Nα προσπαθήσεις ~ το δυνατό(ν) περισσότερο. Tο ζωγράφισε ~ γινόταν / μπορούσε καλύτερα. || σε ΦΡ και εκφράσεις ~ ~, σε πολύ χαμηλή τιμή, προκειμένου για πωλητή ή σε πολύ υψηλή τιμή προκειμένου για αγοραστή: Tο πουλάει ~ ~, πολύ φτηνά. Tο αγοράζω ~ ~, όσο πολλά και αν μου ζητήσουν. ~ βαστά η ψυχή μου, σου κτλ., όσο αντέχω, χωρίς μέτρο ή περιορισμό. ~ περνά από το χέρι μου, σου κτλ., όσο εξαρτάται από εμένα. ΠAΡ Στου κουφού* την πόρτα ~ θέλεις βρόντα. β. αναφορά (με το για): ~ για το βιβλίο, θα δούμε πότε θα σου το στείλω. ~ για μένα, μην ανησυχείς. ~ για πλούσιος, πράγματι έκανε πολλά λεφτά. (έκφρ.) όσον αφορά*. II. σύνδ.· με το (και) να / και / κι αν εισάγει: 1. αναφορικές παραχωρητικές ή εναντιωματικές προτάσεις: ~ και να φώναζε, κανείς δεν τον άκουγε, ακόμη και αν. ~ κι αν δεν ήθελε, ήταν υποχρεωμένος να το κάνει. Δε θα τον συγχωρούσα, ~ κι αν παρακαλούσε. ~ και να μην το θέλουμε, αυτή είναι η πραγματικότητα. Ο Θεός τον προστάτευε, ~ κι αν δεν άξιζε την προστασία του, αν και δεν, μολονότι δεν. ΦΡ ~ να ΄ναι: α. για κτ. που δεν αλλάζει και αναγκαστικά ισχύει: Πρέπει να τον ακούσεις· ~ να ΄ναι πατέρας σου είναι. β. (προφ.) συχνά ως απάντηση με την οποία ο ομιλητής αποδέχεται προηγούμενο έπαινο: Είσαι αξιέπαινος, τα κατάφερες. - (Ε!) ~ να ΄ναι! ~ να πεις, για κτ. που δεν αλλάζει και αναγκαστικά ισχύει. 2. χρονικές προτάσεις. α. δηλώνει πράξη που διαρκεί όσο και η πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση ή συμβαίνει συγχρόνως με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· ενόσω: ~ είναι ξαπλωμένος, δε νιώθει πόνο, όσο διάστημα, όση ώρα. ~ ζω, ελπίζω. ~ έβλεπε την επιμονή του, δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει. ~ θα ετοιμάζεστε, θα κάνω μερικά ψώνια. || με το που: ~ που αντέχω, θα τους βοηθώ. || χρόνο και αιτία· ενόσω και, επειδή: ~ έβλεπε την επιμονή του, δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει. ~ (πάλι) καταλάβαινε ότι το θέλει, δεν ήθελε να του το αρνηθεί. β. με το που δηλώνει πράξη που διακόπτει τη διάρκεια της κύριας, προσδιοριζόμενης πρότασης· ώσπου, έως ότου: Tον χαιρετού σαν, ~ που χάθηκε το τρένο από τα μάτια τους. γ. με το (που) να, δηλώνει προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πρά ξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· ώσπου να, έως ότου να: ~ να ετοιμα στείτε, θα κάνω μια βόλτα. Διάβασε κάτι, ~ που νά ΄ρθει η σειρά σου. Έχεις καιρό, ~ να σε φωνάξουν. ΦΡ ~ να πεις μισό* / κύμινο*. δ. συχνά σε διηγήσεις με το να δηλώνει πράξη η οποία χρονικά ακολουθεί την πράξη της κύριας προσδιοριζόμενης πρότασης· ώσπου να, έως ότου να: ~ να πάει και νά ΄ρθει, όλα είχαν τελειώσει.
[αρχ. ὅσον (ουδ. της αντων. ὅσος, στη σημ. Ι)· λόγ. < αρχ. ὅσον]
- οσονούπω [osonúpo] επίρρ. χρον. : (λόγ.) σε λίγο.
[λόγ. < αρχ. φρ. ὅσον οὔπω]



