Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οργισμένος
1 εγγραφή
οργισμένος -η -ο [orjizménos] Ε3 μππ. του οργίζομαι : 1. (για πρόσ.) που έχει οργιστεί, που βρίσκεται σε κατάσταση οργής: ~ άνθρωπος. Οι οργισμένοι νέοι ή τα οργισμένα νιάτα, λόγω έντονης διαφωνίας με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατεί ή λόγω έντονης διαμαρτυρίας γι΄ αυτήν. 2. που φανερώνει ύπαρξη οργής: Οργισμένη ματιά / απάντηση. Οργισμένο βλέμμα. οργισμένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του οργίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες