Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οράριο το [orário] Ο40 : (εκκλ.) ιερό άμφιο που αποτελείται από μία μακριά λωρί δα, η οποία τυλίγεται από τον αριστερό ώμο προς τη δεξιά πλευρά του σώματος: Tο ~ είναι το διακριτικό άμφιο του διακόνου.
[λόγ. < ελνστ. ὀράριον `μαντίλι του λαιμού΄ < λατ. orari(um) -ον]



