Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οράριο
1 εγγραφή
οράριο το [orário] Ο40 : (εκκλ.) ιερό άμφιο που αποτελείται από μία μακριά λωρί δα, η οποία τυλίγεται από τον αριστερό ώμο προς τη δεξιά πλευρά του σώματος: Tο ~ είναι το διακριτικό άμφιο του διακόνου.

[λόγ. < ελνστ. ὀράριον `μαντίλι του λαιμού΄ < λατ. orari(um) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες