Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπωροπώλισσα
1 εγγραφή
οπωροπώλης ο [oporopólis] Ο10 θηλ. οπωροπώλισσα [oporopólisa] Ο27 : (λόγ.) ο μανάβης.

[λόγ. < ελνστ. ὀπωροπώλης (δες στο οπωρικό)· λόγ. οπωροπώλ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες