Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπωροπωλείο
1 εγγραφή
οπωροπωλείο το [oporopolío] Ο39 : (λόγ.) το μανάβικο.

[λόγ. οπωροπώλ(ης) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες