Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οξύ το [oksí] Ο γεν. οξέος, πληθ. οξέα, γεν. οξέων : χημική ένωση που περιέχει ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου, το οποίο, όταν διαλυθεί, παίρνει τη μορφή κατιόντος: Οξέα, βάσεις και άλατα. Aνόργανα / οργανικά οξέα. Θειικό / υδροχλωρικό / νιτρικό ~. Mυρμηκικό* / οξικό* / υδροχλωρικό ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὀξύς σημδ. γερμ. Säure ή γαλλ. acide]
- οξυ- 1 [oksi] & οξύ- [oksí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ονόματα. 1. (επιστ.) προσδίδει στο β' συνθετικό την ιδιότητα του οξύς, μυτερός, αιχμηρός: (βοτ., ζωολ.) οξύρριζα, οξύρρυγχα· (ιατρ.) για απόκλιση από την κανονική διάπλαση του μέρους του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: οξύγναθος, ~κέφαλος, οξύρρινος· ~γναθία, ~κεφαλία. 2. δηλώνει ότι γίνεται εύκολα, γρήγορα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μαθής, ~τόκος. ANT βραδυ-. 3. δηλώνει την ύπαρξη σε μεγάλο βαθμό της ιδιότητας που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: οξύνους, οξύνοια. ANT βραδυ-.
[λόγ. < αρχ. ὀξυ- θ. του επιθ. ὀξύ(ς) `μυτερός΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὀξυ-γώνιος, μσν. οξύ-νους & διεθ. oxy- < αρχ. ὀξυ-: οξύ-γναθος < oxy- + gnathous]
- οξυ- 2 : (χημ.) α' συνθετικό που αναφέρεται στα οξέα ή στις χημικές ενώσεις που περιέχουν οξυγόνο: ~βενζόλιο, ~υδρογόνο, ~θειούχος.
[λόγ. < διεθ. oxy- (με βάση το γαλλ. oxy-gène = οξυζενέ) < αρχ. ὀξύ(ς) `έντονος στη γεύση, ξινός΄ (πρβ. οξυ- 1, ξινός): οξυ-υδρογόνο < διεθ. oxy-hydrogen]
- οξύαυλος ο [oksíavlos] Ο19 : το όμποε.
[λόγ. οξύ(ς) + αυλ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. hautbois (σύγκρ. όμποε)]
- οξυγόνο το [oksiγóno] Ο39 : 1. αέριο χημικό στοιχείο, άχρωμο, άοσμο και άγευστο, που αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του ατμοσφαιρικού αέρα και του νερού: Tο ~ είναι απαραίτητο για την ύπαρξη ζωής. Παρασκευή / χρήσεις του οξυγόνου. Φιάλη οξυγόνου. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ χρήσιμο ή τελείως απαραίτητο: H ελευθερία είναι το ~ κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας.
[λόγ. < γαλλ. oxygène < αρχ. ὀξύ(ς) (δες στο οξύ, πρβ. και οξυ- 2) + -gène = -γόνον, ουδ. του -γόνος]
- οξυγονοκόλληση η [oksiγonokólisi] Ο33 : συγκόλληση μετάλλου που γίνεται με τη χρήση πολύ υψηλής θερμοκρασίας, η οποία παράγεται από καύση αερίου, συνήθ. υδρογόνου, με καθαρό οξυγόνο σε ειδική συσκευή.
[λόγ. οξυγόν(ον) -ο- + κόλλη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. oxywelding (σύντμ. του oxygene-acety lene welding)]
- οξυγονοκολλητής ο [oksiγonokolitís] Ο7 : τεχνίτης ειδικός στην οξυγονοκόλληση.
[λόγ. οξυγονοκόλλη(σις) -τής]
- οξυγονούχος -α / -ος -ο [oksiγonúxos] Ε14 : που περιέχει οξυγόνο: Οξυγονούχο ύδωρ, οξυζενέ.
[λόγ. οξυγόν(ον) + -ούχος]
- οξυγονώνω [oksiγοnóno] -ομαι Ρ1 : εμπλουτίζω μία ουσία με οξυγόνο, το οποίο διαλύω μέσα σ΄ αυτή: Aίμα που δεν οξυγονώνεται ικανοποιητικά.
[λόγ. οξυγόν(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. oxygéner]
- οξυγόνωση η [oksiγónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οξυγονώνω: ~ του νερού. ~ του αίματος, εμπλουτισμός του φλεβικού αίματος με οξυγόνο.
[λόγ. οξυγονω- (δες οξυγονώνω) -σις > -ση]



