Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξαλίδα
1 εγγραφή
οξαλίδα η [oksalíδa] Ο26 : ποώδες πολυετές φυτό, πλούσιο σε οξαλικό οξείδιο.

[ελνστ. ὀξαλίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες