Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οντολογία
1 εγγραφή
οντολογία η [ondolojía] Ο25 : (φιλοσ.) κλάδος της μεταφυσικής, που ερευνά την ουσία των όντων γενικά και όχι τις σχέσεις ή την ποιότητά τους.

[λόγ. < νλατ. ontologia (ή μέσω του γαλλ. ontologie) < onto- = οντ- (ον) -ο- + -logia = -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες