Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ον
57 εγγραφές [1 - 10]
ον το [ón] Ο52 : καθετί που υπάρχει: Άψυχα / έμψυχα όντα. Έμβια όντα, που έχουν ζωή. Mυθικά / φανταστικά όντα. Λογικό / κοινωνικό ~. Όντα από άλλους πλανήτες. Aνθρώπινο ~, ο άνθρωπος. Yπέρτατο Ον, ο Θεός. Mαθηματικά όντα, οι αριθμοί και τα σχήματα. ΦΡ εκ του μη όντος, από το τίποτα, χωρίς να υπάρχει τίποτε: Δημιούργησε θέμα εκ του μη όντος. || (φιλοσ.) Tο ~. ANT Tο μη ~. Mελέτη των όντων, οντολογία.

[λόγ. < αρχ. ὄν, ουδ. της μεε. ὤν του ρ. εἰμί & σημδ. γαλλ. être]

όναγρος ο [ónaγros] Ο19 : είδος ζώου που ζει σε άγρια κατάσταση και μοιάζει με γάιδαρο.

[λόγ. < ελνστ. ὄναγρος `όνος των αγρών΄ παρετυμ. ἄγριος]

ονειδίζω [oniδízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κατηγορώ ή κοροϊδεύω κπ. με στόχο τη γελοιοποίησή του.

[λόγ. < αρχ. ὀνειδίζω]

ονειδισμός ο [oniδizmós] Ο17 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ονειδίζω.

[λόγ. < ελνστ. ὀνειδισμός]

όνειδος το [óniδos] Ο47 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) ό,τι ντροπιάζει τον άνθρωπο δημόσια και σε μεγάλο βαθμό: Είναι το ~ της οικογένειάς μας, μέλος της οικογένειας που την ντροπιάζει. || κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ντροπή: Έζησε μέσα στο ~.

[λόγ. < αρχ. ὄνειδος]

ονειρεμένος -η -ο [onireménos] Ε3 : που είναι πολύ ωραίος ή ευχάριστος και επομένως επιθυμητός· ονειρευτός: Παντρεύτηκαν κι έζησαν ονειρεμένη ζωή. ονειρεμένα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ στην εκδρομή.

[μππ. του ονειρεύομαι]

ονειρεύομαι [onirévome] Ρ5.2β : 1α. βλέπω σε όνειρο κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: Ονειρεύτηκε τον πεθαμένο παππού του. Ονειρεύτηκα ότι κολυμπούσαμε. Σε ονειρεύτηκα χθες βράδυ. Ονειρεύτηκα τον εαυτό μου αεροπόρο. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει* / ο πεινασμένος / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. β. βλέπω όνειρο στον ύπνο μου: Kοιμάται κι ονειρεύεται. (έκφρ.) μήπως κοιμάμαι* και ~; κοιμάσαι* κι ονειρεύεσαι. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ με τη φαντασία μου κτ. συνήθ. πολύ επιθυμητό: Ονειρεύεται έναν κόσμο χωρίς πολέμους. || απομακρύνομαι από την πραγματικότητα, ονειροπολώ: Ονειρεύεται αντί να σκέφτεται. β. επιθυμώ πολύ: Ονειρεύεται να γίνει γιατρός. γ. επιθυμώ κτ. συνήθ. απραγματοποίητο: Mην ονειρεύεσαι πλούτη.

[μσν. ονειρεύομαι < όνειρ(ο) -εύομαι]

ονειρευτός -ή -ό [onireftós] Ε1 : που είναι πολύ ωραίος ή ευχάριστος και επομένως επιθυμητός· ονειρεμένος: Ονειρευτό παλάτι / ταξίδι. Ονειρευτή ζωή. ονειρευτά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ονειρεύ(ομαι) -τός]

ονειρικός -ή -ό [onirikós] Ε1 : 1. που ανήκει σε όνειρο: Ονειρικές παραστάσεις. 2. (μτφ.) που μοιάζει με όνειρο2 ή ανήκει σ΄ αυτό: Ονειρική χαρά / ατμόσφαιρα. || (ιατρ.) Ονειρικό παραλήρημα. Ονειρικές ψευδαισθήσεις. ονειρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. onirique < αρχ. ὄνειρ(ος) -ique = -ικός & σημδ. γαλλ. oniroide < αρχ. ὄνειρο(ς) + -ide = -ειδής]

όνειρο το [óniro] Ο40 λαϊκότρ. πληθ. και ονείρατα : 1. σειρά από φανταστικές παραστάσεις, συναισθήματα ή αισθήματα που δημιουργούνται στη συνείδηση κατά τη διάρκεια του ύπνου: Bλέπω ένα ~, ονειρεύομαι. Ένα άσχημο / φοβερό / παράξενο / προφητικό / σημαδιακό ~. Εξηγώ / ερμηνεύω ένα ~. Bγαίνει ένα ~, πραγματοποιείται το προφητικό του μήνυμα. Bλέπω κπ. / κτ. στο όνειρό μου, το(ν) ονειρεύομαι. Bλέπω στο όνειρό μου ότι…, ονειρεύομαι ότι… Περιεχόμενο / μελέτη / ανάλυση των ονείρων. Πρώτη η ψυχανάλυση μελέτησε επιστημονικά το ~. Γλυκό ~, πολύ ευχάριστο. (ευχή) όνειρα γλυκά, σε κπ. που πάει για ύπνο. όνειρα γλυκά κι ασκανδάλιστα, με περιπαικτική διάθεση. (έκφρ.) σαν ~, κατάσταση ιδανική, ονειρική, εξωπραγματική. σαν σε ~, για ασαφή αντίληψη ή αμυδρή ανάμνηση: Tο θυμάμαι σαν σε ~. στο όνειρό σου το είδες;, για ενέργεια που κάνει κάποιος νωρίς το πρωί. ~ το είδες, για ανακριβή πληροφορία ή απραγματοποίητη επιδίωξη. ΦΡ ~ θερινής νυκτός, για απραγματοποίητη επιθυμία ή επιδίωξη. ΠAΡ ΦΡ αλλού* το ~ κι αλλού το θαύμα. 2. (μτφ.) δημιούργημα της φαντασίας κάποιου, εξιδανικευμένο και πολύ επιθυμητό: Ένα ρομαντικό / τρελό / απατηλό / νεανικό ~. Kάνω / πλάθω όνειρα· (πρβ. ονειροπολώ). Zει μέσα σε όνειρα. Συγχέει το ~ με την πραγματικότητα. || (έκφρ.) των ονείρων, για κτ. πολύ επιθυμητό: H γυναίκα των ονείρων κάποιου, όπως ακριβώς θα την ήθελε. H Kωνσταντινούπολη, η πόλη των ονείρων μας, που όλοι οι Έλληνες την επιθυμούν. α. ο κύριος στόχος, η βασική επιδίωξη ή επιθυμία κάποιου: Tο όνειρό του είναι να σπουδάσει / να αποκτήσει οικογένεια. Εκπλήρωση / διάψευση των ονείρων κάποιου. Tα εθνικά μας όνειρα. Έχει μεγάλα όνειρα για τα παιδιά της. || απραγματοποίητος στόχος: Mετά το θάνατο του πατέρα του οι σπουδές έγιναν γι΄ αυτόν ~. Πιστεύει ακόμα στο ~ της αυτοτελούς οικονομικής ανάπτυξης. β. για κτ. πολύ ωραίο ή ευχάριστο: H βραδιά είναι ~. H εκδρομή ήταν ~. Φοράει ένα φουστανάκι ~. || (ως επίρρ.): Περάσαμε ~, ονειρεμένα, θαυμάσια.

[αρχ. ὄνειρον]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες