Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομόψυχος
1 εγγραφή
ομόψυχος -η -ο [omópsixos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από ομοψυχία· ομόθυμος. ομόψυχα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ὁμόψυχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες