Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομολογώ
1 εγγραφή
ομολογώ [omoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : α. παραδέχομαι, αναγνωρίζω την αλήθεια μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κτλ. την οποία μέχρι εκείνη την ώρα αρνούμουν ή δίσταζα να παραδεχτώ: ~ την αλήθεια / την πλάνη μου. ~ ότι έχεις δίκιο. Πρέπει να ομολογήσω ότι είπα ψέματα. β. παραδέχομαι ορισμένη υπαιτιότητα ή ενοχή μου: ~ το έγκλημά μου. Tον βασάνισαν για να ομολογήσει. γ. φανερώνω, αποκαλύπτω κτ.: Ομολόγησε τα πάντα στην ανάκριση. || ~ την πίστη μου, διακηρύσσω δημόσια τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις: Xριστιανοί που ομολογούσαν την πίστη τους πέθαιναν με μαρτυρικό θάνατο.

[λόγ. < αρχ. ὁμολογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες