Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομοίω
3 εγγραφές [1 - 3]
ομοίωμα το [omíoma] Ο49 : κάθε κατασκευή που μοιάζει εξωτερικά ως προς τη μορφή, το σχήμα κτλ. με κτ. άλλο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο: Ξύλινο / γύψινο / κέρινο ~. Πιστό ~. Ένα μικρό χρυσό ~ του Παρθενώνα. Ένα μικρό ~ της Aφροδίτης της Mήλου. Kαίνε ένα ~ του Iούδα.

[λόγ. < αρχ. ὁμοίωμα]

ομοιωματικός -ή -ό [omiomatikós] Ε1 : (γραμμ.) α. που δηλώνει ή εκφράζει ομοιότητα: Ομοιωματικά αναφορικά μόρια, το σαν και το ως. β. (ως ουσ.) τα ομοιωματικά, σημείο του γραπτού λόγου (»), που μπαίνουν κάτω από μία λέξη ή φράση για να δηλωθεί ότι αυτή επαναλαμβάνεται.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοιωματικός `που δηλώνει ομοιότητα΄]

ομοίωση η [omíosi] Ο33 : μόνο στην έκφραση κατ΄ εικόνα και καθ΄ ~ / ομοίωσιν, για πολύ μεγάλη ομοιότητα.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοίω(σις) -ση `ομοιότητα΄, αρχ. σημ.: `το να κάνεις κτ. όμοιο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες