Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολόγιομος
1 εγγραφή
ολόγιομος -η -ο [olójomos] & ολόγεμος -η -ο [olójemos] Ε5 : (λογοτ.) που είναι εντελώς γεμάτος: Ολόγιομο ποτήρι. Tο ολόγιομο φεγγάρι, η πανσέληνος.

[-γεμ-: μσν. ολόγεμος < ολο- + αρχ. γέμ(ω) `γεμίζω΄ -ος ή ολο- + γέμος το < γεμ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)· -γιομ-: [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες