Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοφύρομαι
1 εγγραφή
ολοφύρομαι [olofírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κλαίω γοερά.

[λόγ. < αρχ. ὀλοφύρομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες