Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοκαίνουριος
1 εγγραφή
ολοκαίνουριος -α -ο [olokénurjos] Ε6 & ολοκαίνουργος -η -ο [olokénurγos] Ε5 : για να τονίσουμε την άριστη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κτ. που είναι ακόμη αμεταχείριστο ή σαν αμεταχείριστο· κατακαίνουριος: Ολοκαίνουριο αυτοκίνητο / ποδήλατο / μηχανάκι.

[ολο- + καινούριος· ολο- + θ. *καινουργ- (δες στο καινουριο-) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες