Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοζώντανος
1 εγγραφή
ολοζώντανος -η -ο [olozóndanos] Ε5 : 1. που δίνει την εντύπωση ότι είναι ζωντανός, πραγματικός: Mου φάνηκε ότι τον είδα ολοζώντανο μπροστά μου. 2. (μτφ.) που είναι γεμάτος ζωντάνια. α. (για πρόσ.) που έχει ιδιαίτερα μεγάλη διάθεση για ζωή, για δράση: Ένας ~ τύπος. β. που αναπαριστά κτ. με ιδιαίτερη ζωηρότητα: Ολοζώντανες αναμνήσεις. ολοζώντανα ΕΠIΡΡ.

[μσν. ολοζώντανος < ολο- + ζωνταν(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες