Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολοήμερος -η -ο [oloímeros] Ε5 : που διαρκεί ολόκληρη την ημέρα: Kουράστηκε από την ολοήμερη πορεία.
[λόγ. < ελνστ. ὁλοήμερος `που δουλεύει όλη την ημέρα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]



