Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 110 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικονομώ [ikonomó] & -άω Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β : 1. (οικ.) α. αποκτώ χρήματα ιδίως ως μισθό ή ημερομίσθιο: Οικονομάει τετρακόσιες χιλιάδες το μή να. ΦΡ τα οικονομάω, κερδίζω αρκετά χρήματα. είναι οικονομημένος, έχει αρκετά χρήματα. β. πετυχαίνω να αποκτήσω ή να προμηθευτώ κτ.: Πού το οικονόμησες αυτό το αμάξι; Kοίτα να οικονομήσεις και για μένα κανένα εισιτήριο. 2α. χρησιμοποιώ κτ. συνετά ή προγραμματισμένα: Ξέρει να οικονομάει το χρόνο / τις δυνάμεις του. β. περιλαμβάνω κτ. σε ένα σύνολο: Στο βιβλίο έχουν οικονομηθεί πολλές χρήσιμες πληροφορίες. γ. τακτοποιώ κτ.
[1: αρχ. οἰκονομῶ· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. économiser < économe (δες στο οικονόμος2)]
- οικοπεδικός -ή -ό [ikopeδikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε οικόπεδο ή που έχει σχέση με αυτό: Οικοπεδικές διαφορές.
[λόγ. οικόπεδ(ον) -ικός]
- οικόπεδο το [ikópeδo] Ο40 : 1. έκταση γης, συνήθ. μικρή, που βρίσκεται μέσα ή κοντά σε πόλη ή χωριό και είναι κατάλληλη για οικοδόμηση κτιρίου: Ένα ~ εντός / εκτός σχεδίου πόλεως. Άρτιο ~. Παραθαλάσσιο ~. Περιφράξεις / απαλλοτριώσεις οικοπέδων. 2. (μτφ., πληθ., οικ.) ο τομέας που καλύπτουν οι αρμοδιότητες, οι δικαιοδοσίες, η επιρροή κτλ. κάποιου· χωράφι2: Tι ζητάς σε ξένα οικόπεδα, αφού δε διαθέτεις την απαραίτητη υποδομή; Mπαίνω σε ξένα οικόπεδα, ασχολούμαι με πράγματα για τα οποία δεν είμαι αρμόδιος. || H φιλοσοφία και τα γειτονικά της οικόπεδα.
οικοπεδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. οἰκόπεδον]
- οικοπεδοποίηση η [ikopeδopíisi] Ο33 : μετατροπή μιας έκτασης γης σε οικόπεδα: Παράνομη καταπάτηση και ~ δασικών εκτάσεων.
[λόγ. οικόπεδ(ον) -ο- + -ποίη(σις) -ση]
- οικοπεδοποιώ [ikopeδopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω μια έκταση γης σε οικόπεδα: Kαμένα δάση που οικοπεδοποιήθηκαν.
[λόγ. οικόπεδ(ον) -ο- + -ποιώ]
- οικοπεδούχος ο [ikopeδúxos] Ο18 θηλ. οικοπεδούχος [ikopeδúxos] Ο35 : ιδιοκτήτης οικοπέδου: Οι οικοπεδούχοι μιας πολυκατοικίας, αυτοί στους οποίους ανήκε το οικόπεδο πριν χτιστεί η πολυκατοικία.
[λόγ. οικόπεδ(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- οικοπεδοφάγος ο [ikopeδofáγos] Ο18 : (μειωτ.) αυτός που οικειοποιείται ξένη γη και τη μετατρέπει σε οικόπεδα: Οικοπεδοφάγοι που βάζουν φωτιά στα δάση μας.
[λόγ. οικόπεδ(ον) -ο- + -φάγος]
- οίκος ο [íkos] Ο18 : 1. (λόγ.) κατοικία, σπίτι. (έκφρ.) κατ΄ οίκον, στο σπίτι: Έρευνα / περιορισμός / μαθήματα κατ΄ οίκον. τα του οίκου του, οι ιδιωτικές υποθέσεις κάποιου: Aς τακτοποιήσει πρώτα τα του οίκου του. ~ απωλείας*. ΦΡ τα εν οίκω μη εν δήμω, να μην ανακοινώνεται κτ. που είναι γνωστό μόνο σε στενό, συνήθ. οικογενειακό, κύκλο. || (ως χαρακτηρισμός ή ονομασία): ~ του Θεού, ναός, εκκλησία. ~ ευγηρίας, για ιδιωτικό γηροκομείο. ~ ανοχής*. Λευκός Οίκος, η επίσημη κατοικία του προέδρου των Hνωμένων Πολιτειών, και με επέκταση, ο πρόεδρος και η κυβέρνηση της χώρας αυτής. 2. χαρακτηρισμός ή ονομασία για: α. γενιά ή οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής: Bασιλικός / αυτοκρατορικός ~. Ο ~ των Aψβούργων / των Γκριμάλντι. β. (ιστ.) το τμήμα της γης που ο φεουδάρχης εκμεταλλευόταν άμεσα. γ. ίδρυμα ιδίως κοινωφελούς χαρακτήρα: ~ του ναύτη. δ. οικονομική επιχείρηση: ~ μόδας. Εμπορικός / εκδοτικός ~. 3. (εκκλ.) η καθεμία από τις στροφές των κοντακίων εκτός από το προοίμιο.
(λόγ.) οικίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, μικρό σπίτι. [λόγ.: 1, 2: αρχ. οrκος `σπίτι, σπιτικό΄· 3: μσν. σημ.· λόγ. < αρχ. οἰκίσκος]
- οικόσημο το [ikósimo] Ο40 : το διακριτικό σήμα ιδίως παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας· (πρβ. θυρεός): Σφραγίδα / δαχτυλίδι με το ~ της οικογένειας. Ένα ~ χαραγμένο στην πόρτα του πύργου.
[λόγ. οικο- + -σημον μτφρδ. γερμ. Hauswappen]
- οικοσημολογία η [ikosimolojía] Ο25 : η επιστημονική μελέτη των οικοσήμων και των οικογενειακών εμβλημάτων· εμβληματολογία, εραλδική.
[λόγ. οικόσημ(ον) -ο- + -λογία]



