Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οι
110 εγγραφές [11 - 20]
οικειότητα η [ikiótita] Ο28 : η ιδιότητα του οικείου, εκείνου που έχει στε νή σχέση με κπ. ή με κτ. α. φιλικότητα: Φέρεται με ~ στους υφισταμένους του. Έχει μεγάλη ~ με τον υπουργό. || (συνήθ. πληθ.) η οικεία συμπεριφορά: Δε θέλω οικειότητες μαζί σου. β. γνώση, γνωριμία, εξοικείωση με κτ.: Tου λείπει η ~ που προσφέρει η πείρα.

[λόγ. < αρχ. οἰκειότης, αιτ. -ητα & σημδ. γαλλ. familiarité]

οικείωση η [ikíosi] Ο33 : (λόγ.) εξοικείωση.

[λόγ. < ελνστ. οἰκείω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `οικειοποίηση΄]

οίκημα το [íkima] Ο49 : γενικός χαρακτηρισμός για κάθε κτίριο και ιδίως αυτό που χρησιμοποιείται ως κατοικία: Ένα παλιό / μικρό ~.

[λόγ. < αρχ. οἴκημα]

οικία η [ikía] Ο25 : (λόγ.) η κατοικία, το σπίτι.

[λόγ. < αρχ. οἰκία `σπίτι, σπιτικό΄]

οικιακός -ή -ό [ikiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην κατοικία σε συνδυασμό με την οικογένεια που κατοικεί σ΄ αυτήν: Οικιακή ζωή. Οικιακές συσκευές / οικιακά σκεύη, που χρησιμοποιούνται ιδίως στην κουζίνα. Zεστό νερό για οικιακή χρήση. Οικιακές εργασίες, οι καθημερινές δουλειές του σπιτιού. Οικιακή βοηθός, η γυναίκα που με αμοιβή βοηθάει τη νοικοκυρά στις καθημερινές δουλειές του σπιτιού, η υπηρέτρια. Οικιακή οικονομία, σύνολο μεθόδων και κανόνων που αφορούν τις οικιακές εργασίες. Είδη οικιακής χρήσεως. || (ως ουσ.) τα οικιακά, οι οικιακές εργασίες, οι καθημερινές δουλειές του σπιτιού, ιδίως ως επίσημος χαρακτηρισμός του επαγγέλματος της ανεπάγγελτης γυναίκας: Επάγγελμα; - Οικιακά.

[λόγ. < ελνστ. οἰκιακός & σημδ. γαλλ. domestique]

οικίζω [ikízo] -ομαι Ρ2.1 : κατασκευάζω κατοικίες σε μια ακατοίκητη περιοχή, δημιουργώ οικισμό: Παραλίες που, καθώς δεν έχουν οικιστεί, είναι ακόμα καθαρές.

[λόγ. < αρχ. οἰκίζω `ιδρύω αποικία΄]

οικισμός ο [ikizmós] Ο17 : γενική ονομασία για κάθε χωριστό σύνολο κατοικιών: Aνακαλύφθηκαν λείψανα προϊστορικού οικισμού. Aστικός / αγροτικός / νομαδικός ~. Παραδοσιακός ~. || σύνολο κατοικιών που ανήκει σε ευρύτερη ενότητα· συνοικισμός: Kοινότητα που αποτελείται από τρεις γειτονικούς οικισμούς.

[λόγ. < αρχ. οἰκισμός `ίδρυση αποικίας΄]

οικιστής ο [ikistís] Ο7 : (ιστ.) ο επικεφαλής των αποίκων και γενικά ο ιδρυτής μιας πόλης κατά την ελληνική (και ρωμαϊκή) αρχαιότητα: Bύζας, ο ~ του Bυζαντίου. Ρωμύλος, ο ~ της Ρώμης.

[λόγ. < αρχ. οἰκιστής]

οικιστικός -ή -ό [ikistikós] Ε1 : που αναφέρεται σε οικισμό (την ίδρυση, την επέκτασή του κτλ.) καθώς και σε ευρύτερη ενότητα (πόλη, χωριό κτλ.): Οικιστική διαμόρφωση μιας περιοχής. H οικιστική πολιτική της κυβέρνησης. Ο νέος ~ νόμος. Οικιστική μονάδα, οικισμός.

[λόγ. < ελνστ. οἰκιστικός `κατάλληλος για οικιστή΄]

οικο- [iko] & οικό- [ikó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. οίκος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στην έννοια σπίτι, χώρος κατοικίας: ~δομή, ~δόμος, οικόπεδο, ~πεδούχος. 2. αφορά την οικογένεια: ~δέσποινα, ~δεσπότης, οικόσημο. || τη διαχείριση του σπιτιού: ~νόμος. 3. περιορίζει την ιδιότητα ή την έννοια του β' συνθετικού στα πλαίσια του σπιτιού, της οικογένειας: ~διδάσκαλος, οικότροφος, ~τροφείο· ~γενής, ~δίαιτος, οικόσιτος· ~σκευή, ~συσκευή, ~στολή. II. αναφέρεται στην αρμονική ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και φύσης: ~θεωρία, ~λογία, ~σύστημα, οικόσφαιρα, οικότοπος.

[λόγ. < αρχ. οἰκο- θ. του ουσ. οrκο(ς) `σπίτι΄ ως α' συνθ.: αρχ. οἰκο-νομία `διαχείριση της περιουσίας μιας οικογένειας΄ & (σε επιστ. όρους) < γαλλ. éco- < αρχ. οἰκο-: οικο-λογία, οικο-νομική επιστήμη < γαλλ. écologie, économie]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες