Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
110 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οινοπνευματώδης -ης -ες [inopnevmatóδis] Ε11 : (ιδ. για ποτό) που περιέχει οινόπνευμα· αλκοολούχος: Οινοπνευματώδη ποτά. || (συχνά ως ουσ.) τα οινοπνευματώδη, τα οινοπνευματώδη ποτά: Kρασί, ούζο, μπίρα και άλλα οινοπνευματώδη. Aύξηση της κατανάλωσης οινοπνευματωδών.
[λόγ. οινοπνευματ- (οινόπνευμα) -ώδης απόδ. γαλλ. alcoolique]
- οινοποίηση η [inopíisi] Ο33 : παραγωγή κρασιού: Σταφύλια κατάλληλα για ~.
[λόγ. < ελνστ. οἰνοποιη- (οἰνοποιῶ) `φτιάνω κρασί΄ -σις > -ση]
- οινοποιητικός -ή -ό [inopiitikós] Ε1 : που έχει σχέση με την παραγωγή κρασιού: Οινοποιητική βιομηχανία.
[λόγ. οινο(ποίησις) -ποιητικός]
- οινοποιία η [inopiía] Ο25α : η παραγωγή κρασιού καθώς και η σχετική βιοτεχνία ή βιομηχανία.
[λόγ. < ελνστ. οἰνοποιία]
- οινοποσία η [inoposía] Ο25 : κατανάλωση κρασιού από ένα πρόσωπο, συνήθ. όταν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα: H υπερβολική ~ και η πολυφαγία βλάπτουν τον οργανισμό.
[λόγ. < αρχ. οἰνοποσία]
- οινοπωλείο το [inopolío] Ο39 : (λόγ.) κατάστημα που πουλάει κρασί και άλλα οινοπνευματώδη ποτά.
[λόγ. οινο- + -πωλείον]
- οίνος ο [ínos] Ο18 : (λόγ.) το κρασί: Ξηρός* ~. || (εκκλ.): Ο άρτος και ο ~, το ψωμί και το κρασί που αγιάζονται και χρησιμοποιούνται στη Θεία Ευχαριστία. (έκφρ.) ~ ευφραίνει* καρδίαν ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. οrνος]
- οινοχόη η [inoxói] Ο30 : (αρχαιολ.) μικρό αγγείο με το οποίο ο οινοχόος έπαιρνε κρασί από τον κρατήρα και γέμιζε τα ποτήρια των συνδαιτυμόνων.
[λόγ. < αρχ. οἰνοχόη]
- οινοχόος ο [inoxóos] Ο18 : αυτός, συνήθ. υπηρέτης ή αξιωματούχος, που γέμιζε με κρασί τα ποτήρια των συνδαιτυμόνων στην αρχαία Ελλάδα: Ο ~ του βασιλιά.
[λόγ. < αρχ. οἰνοχόος]
- οιονεί [ioní] επίρρ. : (λόγ.) σαν να επρόκειτο για: ~ προφήτης. || (νομ.) ~ νομή*.
[λόγ. < αρχ. οἰονεί]