Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικονομολογος
1 εγγραφή
οικονομολόγος ο [ikonomolóγos] Ο18 θηλ. οικονομολόγος [ikonomo lóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικευμένος στην οικονομική επιστήμη.

[λόγ. οικονομ(ία) -ο- + -λόγος απόδ. γαλλ. économiste < économ(ie) < αρχ. οἰκονομ(ία) -iste = -ιστής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες