Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οικολογική
1 item total
οικολογικός -ή -ό [ikolojikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή αναφέρεται στην οικολογία ή που έχει σχέση με αυτήν: Οικολογική μελέτη / θεωρία. β. που έχει σχέση με το φυσικό περιβάλλον και τις αμοιβαίες σχέσεις του με τους ζωντανούς οργανισμούς: Οικολογικό σύστημα, οικοσύστημα. Οικολογι κή μονάδα. Aνατροπή της οικολογικής ισορροπίας. Οικολογικά προβλή ματα. 2. που αναφέρεται στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος: Οικολογική νοοτροπία. Οικολογικές θεωρίες. Οικολογικά κόμματα. Οικολογικό κίνημα. οικολογικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~.

[λόγ. < γερμ. ökologisch ή γαλλ. écologique < ῖkolog(ie), écolog(ie) = οικολογ(ία) -isch, -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go