Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικογενειακός -ή -ό [ikojeniakós] Ε1 : που αναφέρεται στην οικογένεια και ιδίως: 1. στην οικογένεια που αποτελείται από τους γονείς και τα παιδιά τους. α. που υπάρχει ή δημιουργείται στα πλαίσια της οικογένειας: Οικογενειακή ζωή / θαλπωρή / περιουσία. Οικογενειακές σχέσεις, που αναπτύσσονται μεταξύ οικογενειών. Bεβαίωση οικογενειακής καταστάσεως, έγγραφο στο οποίο αναφέρονται τα μέλη της οικογένειας. Οικογενειακή συνήθεια. || (οικ.): Kτ. είναι οικογενειακό μας, το συνηθίζουμε στην οικογένειά μας ή συμβαίνει σε μέλη της οικογένειάς μας: Είναι οικογενειακό μας να μην είμαστε αδιάκριτοι / να έχουμε ευαισθησία στο στομάχι. β. που αφορά την οικογένεια: Οικογενειακές υποθέσεις. ~ προϋπολογισμός / γιατρός. ~ προγραμματισμός, το σύνολο των αποφάσεων που παίρνει ένα αντρόγυνο και που αφορά το πόσες φορές και πότε θα τεκνοποιήσει. Οικογενειακά βάρη / επιδόματα. H οικογενειακή πολιτική της κυβέρνησης. Aπουσίασε από τη δουλειά του για οικογενειακούς λόγους. Γάμος που γίνεται σε στενό οικογενειακό κύκλο, με τη συμμετοχή των στενότερων συγγενών. || (ως ουσ.) τα οικογενειακά, οι οικογενειακές υποθέσεις, τα οικογενειακά προβλήματα: Mην ανακατεύεσαι στα οικογενειακά μου. γ. (νομ.) Οικογενειακό άσυλο, νομικά κατοχυρωμένη απαγόρευση εισόδου στην κατοικία κάποιου. Οικογενειακό δίκαιο, τμή μα του αστικού δικαίου που ρυθμίζει τις σχέσεις που δημιουργούνται από γάμο ή συγγένεια. || (ως ουσ.) το Οικογενειακό, το οικογενειακό δίκαιο καθώς και το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο της Nομικής. δ. που καλύπτει τις ανάγκες μιας οικογένειας: Οικογενειακό αυτοκίνητο. Οικογενειακή ταβέρνα. Οικογενειακό μέγεθος, για συσκευασμένα τρόφιμα, ποτά κτλ. σε οικονομική, μεγαλύτερη συσκευασία. ~ τάφος, για στενή ή και ευρεία οικογένεια. 2. στο σύνολο των παλαιότερων συγγενών μιας οικογένειας: Οικογενειακό όνομα* / κειμήλιο. Οικογενειακό δέντρο· (πρβ. γενεαλογι κός).
οικογενειακά ΕΠIΡΡ όπως συνηθίζεται στις οικογένειες: Περάσαμε ~ τις γιορτές / τη βραδιά. οικογενειακώς ΕΠIΡΡ με συμμετοχή όλης της οικογένειας: Mας επισκέφθηκαν ~. Tαξιδεύουμε ~. [λόγ. οικογένει(α) -ακός· λόγ. οικογενειακ(ός) -ώς]



