Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 55 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδοντογλυφίδα η [oδondoγlifíδa] Ο26 : ειδικό, πολύ λεπτό και μυτερό κομμάτι συνήθ. από ξύλο και σπανιότερα από πλαστικό, που χρησιμοποιείται για να απομακρύνονται τα υπολείμματα των τροφών από τα διαστήματα ανάμεσα στα δόντια: Ένα κουτί οδοντογλυφίδες. || Σαν ~, για κπ. ή κτ. πολύ λεπτό: Πόδι / γάμπα / χέρι σαν ~. Έκανε δίαιτα κι έγινε σαν ~.
[λόγ. οδοντο- + γλυφ(ίς) -ίδα μτφρδ. γερμ. Zahnstocher]
- οδοντόκρεμα η [oδondókrema] Ο27α : φαρμακευτικό παρασκεύασμα σε κατάσταση πολτού που συσκευάζεται σε σωληνάριο και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των δοντιών και του στόματος· οδοντόπαστα: Παιδική ~.
[λόγ. οδοντο- + κρέμα μτφρδ. γερμ. Zahncreme]
- οδοντόπαστα η [oδondópasta] Ο27α : η οδοντόκρεμα.
[λόγ. οδοντο- + πάστα μτφρδ. γαλλ. patte dentifrice ή γερμ. Zahnpasta]
- οδοντόπονος ο [oδondóponos] Ο20 : πονόδοντος.
[λόγ. επίδρ. σε λαϊκό δοντόπονος(;) κατά το οδοντο- ή λόγ. οδοντο- + πόνος μτφρδ. γερμ. Zahnschmerz]
- οδοντοσκόπιο το [oδondoskópio] Ο40 : οδοντιατρικό εργαλείο, που αποτελείται από μικρό στρογγυλό καθρέφτη προσαρμοσμένο σε λαβίδα, με το οποίο ο οδοντίατρος μπορεί να εξετάζει καλύτερα τα δόντια και τη στοματική κοιλότητα.
[λόγ. οδοντο- + -σκόπιον]
- οδοντοστοιχία η [oδondostixía] Ο25 : (ανατ.) το σύνολο των δοντιών της κάθε σιαγόνας στη φυσική τους διάταξη· μασέλα2: ~ ανθρώπου / ζώου. Άνω / κάτω ~. || Tεχνητή ~, με την οποία αντικαθίσταται η φυσική, όταν καταστραφεί· μασέλα1.
[λόγ. οδοντο- + στοίχ(ος) -ία]
- οδοντοτεχνίτης ο [oδondotexnítis] Ο10 : τεχνίτης που κατασκευάζει δόντια, οδοντοστοιχίες κτλ. με βάση τις οδηγίες του οδοντίατρου: Σχολή οδοντοτεχνιτών.
[λόγ. οδοντο- + τεχνίτης μτφρδ. γερμ. Zahntechniker]
- οδοντοφυΐα η [oδondofiía] Ο25 : (φυσιολ.) η δημιουργία και εμφάνιση των δοντιών ώστε να σχηματιστούν οι οδοντοστοιχίες: Πρώτη ~, κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας. Δεύτερη ~ ή μόνιμη ~, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Aνωμαλίες της οδοντοφυΐας. Πυκνή / αραιή ~.
[λόγ. < αρχ. ὀδοντοφυΐα]
- οδόντωση η [οδóndosi] Ο33 : 1. (βιολ.) το σύνολο των δοντιών ενός οργα νισμού: H ~ του ανθρώπου / του πιθήκου / ενός σαρκοφάγου ζώου. 2. το σύνο λο των διαδοχικών εγκοπών και προεξοχών ενός αντικειμένου: H ~ ενός γραναζιού. || (τεχνολ.): Εσωτερική / ευθύγραμμη / ελικοειδής / σπειροειδής ~. || (φιλοτ.): H ~ του γραμματοσήμου.
[λόγ. οδοντ- (δες οδούς) -ωσις > -ωση μτφρδ. γερμ.(;) Zahnung, Zähnung]
- οδοντωτός -ή -ό [oδondotós] Ε1 : που η περιφέρεια, η περίμετρος ή γενικά η άκρη του καταλήγει σε διαδοχικές εγκοπές και προεξοχές: Οδοντωτό νόμισμα / γραμματόσημο. Φυτό με οδοντωτά φύλλα. ~ τροχός· (πρβ. γρανάζι). || ~ σιδηρόδρομος, με οδοντωτούς τροχούς και οδοντωτές ράγες.
[λόγ. < ελνστ. ὀδοντωτός]



