Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδοντιατρικός
1 εγγραφή
οδοντιατρικός -ή -ό [oδondiatrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον οδοντίατρο: Ο ~ σύλλογος. Οδοντιατρικά εργαλεία. Οδοντιατρική πολυθρόνα. || (ως ουσ.) η οδοντιατρική*. 2. που αναφέρεται στην οδοντιατρική: Οδοντιατρικά περιοδικά.

[λόγ. οδοντίατρ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες