Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ογκώδης
1 εγγραφή
ογκώδης -ης -ες [oŋgóδis] Ε11 : που έχει σχετικά μεγάλο όγκο, μεγάλες διαστάσεις: Ογκώδες δέμα / κιβώτιο. Ογκώδη έπιπλα. ~ τόμος, πολύ μεγάλος. || πολυπληθής: ~ συγκέντρωση / διαδήλωση / πορεία.

[λόγ. < αρχ. ὀγκώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες