Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 110 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικουρώ [ikuró] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) παραμένω στο σπίτι λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας: Ο διευθυντής μας οικουρεί.
[λόγ. < αρχ. οἰκουρῶ `μένω σπίτι, αποφεύγω τη στρατιωτική υπηρεσία΄]
- οικτιρμός ο [iktirmós] Ο17 : (λόγ.) οίκτος.
[λόγ. < αρχ. οἰκτιρμός]
- οικτίρω [iktíro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αισθάνομαι οίκτο για κπ.: Σε ~ για το κατάντημά σου.
[λόγ. < αρχ. οἰκτίρω]
- οίκτος ο [íktos] Ο18 : το συναίσθημα λύπης και συμπάθειας για κπ. που πάσχει ή που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση: Aιχμάλωτοι που επικαλούνται τον οίκτο των νικητών. Προτιμάει να προκαλεί το φθόνο παρά τον οίκτο. || Mόνο οίκτο μού προκαλεί η συμπεριφορά σου, λύπηση ανάμεικτη με περιφρόνηση.
[λόγ. < αρχ. οrκτος]
- οικτρός -ή -ό [iktrós] Ε1 : (πρβ. αξιοθρήνητος) α. που προκαλεί τη λύπη και τη συμπάθειά μας, επειδή είναι πολύ κακός, πολύ άσχημος και για αυτό δυσάρεστος· (πρβ. ελεεινός): Οικτρή κατάσταση / διαγωγή. Οικτρό θέαμα. β. (για κτ. κακό) που το μέγεθός του είναι τόσο μεγάλο, ώστε να προκαλεί τη λύπη και τη συμπάθειά μας: Οικτρό λάθος. H επιχείρηση κατέληξε σε οικτρή αποτυχία.
οικτρά & (λόγ.) οικτρώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. οἰκτρός, οἰκτρῶς]
- οϊμέ [oimé] & οϊμένα [oiména] επιφ. : (λογοτ.) για να εκφράσουμε μεγάλη λύπη, απελπισία· αλίμονο: ~ τι συμφορά!
[μσν. οϊμέ < φρ. όι με (προφ. [mé] ) `εμένα΄· μσν. οϊμένα < φρ. όι μένα]
- οιμωγή η [imojí] Ο29 : (λόγ.) θρηνώδης κραυγή.
[λόγ. < αρχ. οἰμωγή]
- οιμώζω [imózo] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) θρηνώ, οδύρομαι, κλαίω με σπαρακτικές κραυγές.
[λόγ. < αρχ. οἰμώζω]
- οινο- [ino] & οινό- [inó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οιν- [in], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. οίνος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. είναι κατάλληλο για κρασί: οιναποθήκη, ~δεξαμενή· ~βάρελο, κρασοβάρελο. || ~βαρόμετρο. 2. αφορά το κρασί: οιναγορά, οινεμπόριο. 3. έχει ως αντικείμενό του το κρασί: ~παραγωγή, ~ποιία, ~παραγωγός. || ~λογία, ~λόγος.
[λόγ. < αρχ. οἰν(ο)- θ. του ουσ. οrνο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. οἰνο-ποσία, ελνστ. οἰνο-γεύστης (δες λ.) & γαλλ. œno- < αρχ. οἰνο-: οινο-λογία < γαλλ. œnologie]
- οινογεύστης ο [inojéfstis] Ο10 : ειδικός σωλήνας που χρησιμοποιείται για τη λήψη από βαρέλι ή δεξαμενή μικρής ποσότητας κρασιού που προορίζεται για δοκιμή.
[λόγ. < ελνστ. οἰνογεύστης `δοκιμαστής κρασιού΄]



