Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [651 - 660] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξηραντήριο το [ksirandírio] Ο40 : 1.χώρος όπου γίνεται η ξήρανση. 2. συσκευή που χρησιμοποιείται για ξήρανση.
[λόγ. ξηραν- (ξηραίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. séchoir, sécherie]
- ξηραντικός -ή -ό [ksirandikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να επιταχύνει την ξήρανση: Ξηραντικές ουσίες, που προστίθενται στα ελαιοχρώματα.
[λόγ. < αρχ. ξηραντικός]
- ξηρασία η [ksirasía] Ο25 : μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν έχει βρέξει σχεδόν καθόλου· ανομβρία, αναβροχιά: H μεγάλη περίοδος ξηρασίας έβλαψε τα σπαρτά. || (μετεωρ.) η ύπαρξη ελάχιστης ποσότητας υδρατμών στην ατμόσφαιρα.
[λόγ. < ελνστ. ξηρασία, αρχ. σημ.: `ξέραμα΄]
- ξηρο- [ksiro] & ξηρό- [ksiró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ξηρ- [ksir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το επίθ. ξηρός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· (πρβ. ξερο-). 1. δηλώνει ότι είναι ξερό, ή γίνεται χωρίς νερό ή υγρασία, αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~καλλιέργεια. 2. σε επιστημονικούς όρους: (βοτ.) ξηράνθεμο· (τεχν.) ~γραφία· (ιατρ.) ~δερμία, ~στομία, ξηροφθαλμία.
[λόγ. < ελνστ. ξηρ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. ξηρό(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ξηρ-οφθαλμία & διεθ. xero- < ελνστ. ξηρο-: ξηρο-δερμία < γαλλ. xérodermie, ξηρο-γραφία < αγγλ. xerography]
- ξηρογραφία η [ksiroγrafía] Ο25 : φωτοαντιγραφική μέθοδος.
[λόγ. < αγγλ. xerography < xero- = ξηρο- + -graphy = -γραφία]
- ξηρογραφικός -ή -ό [ksiroγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ξηρογραφία: Ξηρογραφικό φωτοαντίγραφο.
[λόγ. ξηρογραφ(ία) -ικός]
- ξηροδερμία η [ksiroδermía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική ξηρότητα του δέρματος.
[λόγ. < γαλλ. xérodermie < xéro- = ξηρο- + αρχ. δέρμ(α) -ie = -ία]
- ξηρός -ά -ό [ksirós] Ε2 : 1.(λόγ.) ξερός: Ξηρό κλίμα. 2. Ξηροί καρποί, περιληπτική ονομασία για τα αποξηραμένα φιστίκια, αμύγδαλα, καρύδια, σταφίδες, σύκα κτλ. ~ οίνος, εμπορική ονομασία, σε διάκριση προς το γλυκός. Ξηρά τροφή, πρόχειρη αμαγείρευτη ή συντηρημένη τροφή που διατηρείται πολύν καιρό και μεταφέρεται εύκολα. ~ πάγος, τεχνητός πάγος που όταν λιώνει εξαερώνεται. Ξηρό στοιχείο / ξηρά στήλη. Ξηρά μπαταρία. ANT υγρή.
[λόγ.: 1: αρχ. ξηρός· 2: σημδ. γαλλ. sec, sèche (διαφ. το μσν. ξηροί καρποί `φρούτα που έχουν ξεραθεί΄, αρχ. καρπός ξηρός `δημητριακά΄)]
- ξηροστομία η [ksirostomía] Ο25 : (ιατρ.) ξηρότητα του στόματος.
[λόγ. < γαλλ. xérostomie < xéro- = ξηρο- + αρχ. στόμ(α) -ie = -ία]
- ξηρότητα η [ksirótita] Ο28 : η ιδιότητα του ξηρού, η έλλειψη υγρασίας: ~ του δέρματος / (του βλεννογόνου) του στόματος.
[λόγ. < αρχ. ξηρότης, αιτ. -ητα]



