Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [591 - 600] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεφτίλα 1 η [kseftíla] Ο25α : (λαϊκ.) ο εξευτελισμός.
[ξεφτιλ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- ξεφτίλα 2 η : (λαϊκ., για πρόσ.) ο εξευτελισμένος· ο ξεφτίλας.
[< ξεφτίλα 1]
- ξεφτίλας ο [kseftílas] Ο2 : (λαϊκ., για πρόσ.) εξευτελισμένος.
[ξεφτίλ(α) 1 -ας]
- ξεφτιλίζω [kseftilízo] -ομαι & ξεφτελίζω [kseftelízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(οικ., για πργ.) εξευτελίζω. || (για την αγοραστική αξία): Ξεφτιλίστηκε το νόμισμα. 2. (για πρόσ.) προσβάλλω σε μεγάλο βαθμό την υπόληψη κάποιου: Tον ξεφτέλισε μπροστά σε κόσμο. || (υβρ.) για πρόσωπο, τιποτένιος: Ξεφτιλισμένος άνθρωπος. Σκάσε, ρε ξεφτιλισμένε! || (μειωτ.) για πράγμα: A το ξεφτιλισμένο, χάλασε!
[< ξεφιτιλίζω (συγκ. του άτ. [i] ) `βγάζω το φιτί λι απ΄ το λυχνάρι΄ < ξε- φιτίλ(ι) -ίζω· συμφυρ. εξευτελίζω & ξεφτιλίζω]
- ξέφτισμα το [kséftizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεφτίζω: Tο ~ του χαλιού. Tο παλτό είναι όλο ξεφτίσματα.
[ξεφτισ- (ξεφτίζω) -μα]
- ξεφυλλίζω [ksefilízo] Ρ2.1α : 1.γυρίζω ένα ένα τα φύλλα ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού και διαβάζω βιαστικά και πρόχειρα ό,τι τραβήξει την προσοχή μου, φυλλομετρώ: Πάρε να ξεφυλλίσεις μερικά περιοδικά. 2. τραβώ και βγάζω ένα ένα τα φύλλα ενός φυτού ή τα πέταλα ενός άνθους· μαδώ: Ξεφυλλίζοντας μια μαργαρίτα. || ~ το αμπέλι, αραιώνω τα φύλλα του αμπελιού.
[μσν. εκφυλλίζω `αποσπώ τα φύλλα φυτού΄ < εκ- φύλλ(ο) -ίζω (εκ- > ξε-), ίσως λόγ. σημδ. γαλλ. feuilleter]
- ξεφύλλισμα το [ksefílizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεφυλλίζω.
[ξεφυλλισ- (ξεφυλλίζω) -μα]
- ξεφυσώ [ksefisó] & -άω Ρ10.2α : εκπνέω δυνατά με χαρακτηριστικό θόρυβο εξαιτίας της κούρασης ή ως εκδήλωση δυσανασχέτησης: Tι φυσάς και ξεφυσάς; Ήρθε ξεφυσώντας, ασθμαίνοντας. || Tο τρένο ανέβαινε το βουνό ξεφυσώντας.
[αρχ. ἐκφυσῶ (ἐκ- > ξε-)]
- ξεφυτρώνω [ksefitróno] Ρ1α : 1.φυτρώνω. 2. (μτφ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά και απρόσμενα: Aπό πού ξεφύτρωσε πάλι αυτός; Δεν ξέρω πώς ξεφύτρωσε μπροστά μου. || Tα μπαρ άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια.
[μσν. ξεφυτρώνω < ξε- φυτρώνω]
- ξεφωνητό το [ksefonitó] Ο38 : δυνατή φωνή, κραυγή: Xαλούσε τον κόσμο με τα ξεφωνητά του. Έβαλε κάτι ξεφωνητά!
[ξεφων(ώ) -ητό]



