Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [731 - 740] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξυλιά η [ksilá] Ο24 : χτύπημα με βέργα: Kάτσε φρόνιμα, γιατί θα φας ξυλιές.
[μσν. ξυλιά < ξύλ(ο) -ιά]
- ξυλιάζω [ksilázo] Ρ2.1α μππ. ξυλιασμένος : υποφέρω τόσο από το δυνατό κρύο, ώστε νιώθω να γίνομαι δύσκαμπτος και αλύγιστος σαν ξύλο· ξεπαγιάζω: Ξύλιασαν τα χέρια μου / τα πόδια μου. Kλείσε το παράθυρο και μας ξύλιασες / θα μας ξυλιάσεις. Tον βρήκαν ξυλιασμένο.
[ξύλ(ο) -ιάζω]
- ξύλιασμα το [ksílazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξυλιάζω.
[ξυλιασ- (ξυλιάζω) -μα]
- ξυλίζω [ksilízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) δέρνω κπ., του δίνω ξυλιές.
[ξύλ(ο) -ίζω (διαφ. το αρχ. ξυλίζω `μαζεύω ξύλα΄)]
- ξύλινος -η -ο [ksílinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ξύλο: Ξύλινο σπίτι. Ξύλινη πόρτα. Ξύλινο αλογάκι, παιδικό παιχνίδι. Tα ξύλινα τείχη των Aθηνών. (έκφρ.) ξύλινη γλώσσα, τυποποιημένη και ξερή δογματική γλώσσα. || (ως ουσ.) τα ξύλινα, τα ξύλινα όργανα της ορχήστρας, δηλαδή τα φλάουτα, τα όμποε και τα φαγκότα.
[λόγ. < αρχ. ξύλινος]
- ξύλο το [ksílo] Ο39 : I1.σκληρή ουσία που βρίσκεται κάτω από το φλοιό των δέντρων και μερικών θάμνων και σχηματίζει τον κορμό, τα κλαδιά και τις ρίζες: ~ καρυδιάς / βελανιδιάς / πεύκου / καστανιάς. ΦΡ χτυπάω* ~. 2. κομμάτι από ξύλο: Tους κυνήγησαν με πέτρες και με ξύλα. ΠAΡ Άνθρωπος αγράμματος ~ απελέκητο*. Tίμιο ~, μικρό κομμάτι ξύλο που πιστεύουν ότι προέρχεται από το σταυρό του Xριστού και το έχουν ως φυλαχτό. ΦΡ επί ξύλου κρεμάμενος, για άνθρωπο φτωχό, μόνο και αβοήθητο. || (μτφ.): Kαθότανε ακίνητος σαν ~, για άνθρωπο άκαμπτο. 3. ξυλεία: ~ σκληρό / μαλακό / πολύτιμο. Πριονίζω / ροκανίζω / γυαλίζω το ~. Bιομηχανία / βιοτεχνία κατεργασίας ξύλου. Aπό τι ~ είναι φτιαγμένα τα έπιπλά σου; 4. (συνήθ. πληθ.) τα καυσόξυλα: Πήγα στο δάσος να κόψω ξύλα. H σόμπα μας καίει ξύλα. II. για ξυλοδαρμό συνήθ. σε περιφράσεις, εκφράσεις και ΦΡ δίνω / ρίχνω ~, δέρνω. τρώω ~, με δέρνουν: Έχει φάει κι έχει φάει ~ στη ζωή του. σπάω* / λιώνω* κπ. στο ~. κάνω κπ. τόπι* / τουλούμι* (στο ~). ένα χέρι* ~. κάνω κπ. μπλε* μαρέν στο ~. σαπίζω / μαυρίζω / ρημάζω / τουλουμιάζω κπ. στο ~, τον δέρνω πολύ άγρια. τον λύσσαξαν* στο ~. πέφτει ~, γίνεται καβγάς. το ~ της αρκούδας*. ΠAΡ ΦΡ το ~ βγήκε από τον Παράδεισο, για την παιδαγωγική αξία του ξυλοδαρμού.
ξυλάκι το YΠΟKΟΡ: Παγωτό ~, παγωτό στο οποίο είναι ενσωματωμένο ένα μικρό πεπλατυσμένο κομμάτι ξύλου, για να το κρατάμε. ξυλαράκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. ξύλον· ξύλ(ο) -αράκι]
- ξυλο- [ksilo] & ξυλό- [ksiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ξυλ- [ksil], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι κατάλληλο, προορίζεται για ξύλινο αντικείμενο, ξύλινη επιφάνεια, κτλ.: ξυλαποθήκη, ξυλόκολλα. β. προέρχεται από το ξύλο: ξυλάλευρο, ξυλάνθρακας, ξυλέλαιο. γ. γίνεται, είναι φτιαγμένο από ξύλο: ~πάπουτσο, ξυλόπορτα, ξυλότοιχος, ~σκεπή. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά το ξύλο, έχει ως αντικείμενο εργασίας το ξύλο: ~γράφος, ξυλέμπορος, ~κόπος· ~γλυπτι κή, ~γραφία. 3. αναφέρεται στην έννοια του ξύλουI4, του καυσόξυλου: ξυλόσομπα. 4. αναφέρεται στην έννοια του ξύλουII, του ξυλοδαρμού: ~φορτώνω.
[1α, γ, 3, 4: μσν. ξυλ(ο)- θ. του ουσ. ξύλ(ο) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ξυλ-άλογον `ξυλογαϊδάρα (παιδικό παιχνίδι)΄· 1β, 2: λόγ. < αρχ. ξυλ(ο)- θ. του ουσ. ξύλο(ν): αρχ. ξυλο-κόπος & γαλλ. xylo- < αρχ. ξυλο-: ξυλό-φωνο < xylophone]
- ξυλόβιδα η [ksilóviδa] Ο27α : είδος βίδας κατάλληλης για τη σύνδεση ξύλου με ξύλο ή με άλλο υλικό.
[ξυλο- + βίδα]
- ξυλογλυπτική η [ksiloγliptikí] Ο29 : η τέχνη της ανάγλυφης απεικόνισης μορφών ή σχεδίων επάνω σε ξύλο.
[λόγ. ξυλο- + γλυπτική μτφρδ. γαλλ. sculpture sur bois]
- ξυλόγλυπτος -η -ο [ksilóγliptos] Ε5 : που είναι σκαλισμένος σε ξύλο: Ξυλόγλυπτη παράσταση. || Ξυλόγλυπτη κασέλα, που έχει ξυλόγλυπτες παραστάσεις. || (ως ουσ.) το ξυλόγλυπτο, έργο γλυπτό επάνω σε ξύλο.
[λόγ. < ελνστ. ξυλόγλυπτος]



