Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [271 - 280] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκωλιάρης -α -ικο [ksekoláris] Ε9 : (λαϊκ.) που είναι πολύ τυχερός, ιδίως σε τυχερά παιχνίδια. || (ως ουσ.): Kέρδισε ολόκληρη περιουσία χθες στα χαρτιά, ο ~.
[ξε- κώλ(ος) -ιάρης]
- ξέκωλος -η -ο [ksékolos] Ε5 : (λαϊκ.) 1. (για πρόσ.) που είναι πολύ προκλητικά ντυμένος, κυρίως όσον αφορά το κάτω μέρος του σώματος. || (ως ουσ.): Kυκλοφορούσαν κάτι ξέκωλες στην παραλία. 2. για ρούχο που είναι ιδιαίτερα προκλητικό, ιδίως όσον αφορά το κάτω μέρος του σώματος. || (ως ουσ.) το ξέκωλο: Εμφανίστηκε με κάτι ξέκωλα.
[ξε- κώλ(ος) -ος]
- ξεκώλωμα το [ksekóloma] Ο49 : (λαϊκ.) 1. υπερβολική κούραση και ταλαιπωρία· ξεθέωμα: Tι ~ ήταν κι αυτό σήμερα! 2. μεγάλη τύχη, ιδίως σε τυχερά παιχνίδια.
[ξεκωλώ(νω) -μα]
- ξεκωλωμός ο [ksekolomós] Ο17 : (λαϊκ.) ξεκώλωμα.
[ξεκωλώ(νω) -μός]
- ξεκωλώνω [ksekolóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκ.) 1. κουράζω κπ. υπερβολικά· τον αναγκάζω να καταβάλει υπερβολική προσπάθεια· ξεθεώνω: Mας ξεκώλωσε / ξεκωλωθήκαμε στη δουλειά. Γύρισε το βράδυ ξεκωλωμένη, κατακουρασμένη. 2. (παθ.) είμαι πολύ τυχερός: Ξεκωλώθηκα χθες το βράδυ στα χαρτιά, κέρδιζα συνέχεια.
[ξε- κώλ(ος) -ώνω (πρβ. μσν. ξεκωλωμένος `κίναιδος΄)]
- ξελαιμιάζομαι [kselemnázome] Ρ2.1β : (οικ.) τεντώνω υπερβολικά το λαιμό μου για να δω κτ., όταν βρίσκομαι πίσω από κάποιο εμπόδιο που μου κρύβει τη θέα.
[μσν. ξελαιμιάζομαι < ξε- λαιμ(ός) -ιάζομαι]
- ξελαίμιασμα το [kselémnazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξελαιμιάζομαι.
[ξελαιμιασ- (ξελαιμιάζομαι) -μα]
- ξελαρυγγίζομαι [kselaringízome] & ξελαρυγγιάζομαι [kselaringázome] Ρ2.1β : (οικ.) φωνάζω τόσο δυνατά, ώστε να πονέσει ο λαιμός μου και με επέκταση φωνάζω πολύ δυνατά: Άρχισαν να ξελαρυγγίζονται στα «ζήτω». Nα έρχεσαι μόλις σε φωνάζω, γιατί δεν μπορώ να ~ στους δρόμους. || Ξελαρυγγίστηκα να φωνάζω, μου πόνεσε ο λαιμός μου· ΣYN ΦΡ μου βγήκε το λαρύγγι.
[ξε- λαρύγγ(ι) -ίζομαι, -ιάζομαι]
- ξελαρύγγισμα το [kselaríngizma] Ο49 & ξελαρύγγιασμα το [ksela rínga zma] Ο49 : η ενέργεια του ξελαρυγγίζομαι.
[ξελαρυγγισ- (ξελαρυγγίζω), ξελαρυγγιασ- (ξελαρυγγιάζω) -μα]
- ξελασκάρισμα το [kselaskárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξελασκάρω.
[ξελασκαρισ- (ξελασκάρω) -μα]



