Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκάλτσωμα το [ksekáltsoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκαλτσώνω.
[ξεκαλτσώ(νω) -μα]
- ξεκαλτσώνω [ksekaltsóno] -ομαι Ρ1 : βγάζω τις κάλτσες κάποιου ή δεν του βάζω πια κάλτσες: Πολύ νωρίς το ξεκάλτσωσες το μωρό. Ξεκαλτσώ θηκε και μπήκε στο νερό.
[μσν. *ξεκαλτσώνω (πρβ. μσν. ξεκαρτσώνω) < ξε- κάλτσ(α) -ώνω]
- ξεκάλτσωτος -η -ο [ksekáltsotos] Ε5 : που δε φορά ή που έχει βγάλει τις κάλτσες του: Γυρνάει ~ όλο το χειμώνα.
[ξεκαλτσώ(νω) -τος]
- ξέκαμα το [ksékama] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του ξεκάνω, κυρίως στην έκφραση έχω κπ. / κτ. για ~: Για ~ το έχεις το παιδί και το φορτώνεις με τόση δουλειά; Για ~ το ΄χει και το κτήμα και το σπίτι.
[ξεκά(νω)1 -μα]
- ξεκάμωμα το [ksekámoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του ξεκάνω.
[ξε- κάμωμα2]
- ξεκάνω [ksekáno] Ρ αόρ. ξέκανα, απαρέμφ. ξεκάνει : (οικ.) 1α. εξοντώνω, σκοτώνω κπ.: ~ τον εχθρό / τον αντίπαλο. H επιδημία ξέκανε ολόκληρο χωριό, αφάνισε. β. εξαντλώ σωματικά: Tον ξέκαναν στη δουλειά. 2α. φθείρω ή καταστρέφω κτ.: Tα ξέκανες τα παπούτσια σου. H παγωνιά τα ξέκανε τα φυτά. β. πουλάω όσο όσο, κυρίως όταν βρίσκομαι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση: Ξέκανε ό,τι είχε και δεν είχε, για να πληρώσει τα χρέη του. 3. χαλάω κτ. που είχα φτιάξει, κυρίως στην έκφραση κάνω και ~.
[μσν. ξεκάνω < ξε- κάνω]
- ξεκαπακώνω [ksekapakóno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ από κτ. το καπάκι, το σκέπασμα. ANT καπακώνω: Ξεκαπάκωσε την κατσαρόλα! Δεν μπορώ να ξεκαπακώσω το δοχείο.
[ξε- καπακώνω]
- ξεκαπέλωτος -η -ο [ksekapélotos] Ε5 : (οικ.) που δε φορά καπέλο, που είναι ασκεπής.
[ξε- καπελώ(νω) -τος]
- ξεκαπίστρωτος -η -ο [ksekapístrotos] Ε5 : (οικ.) 1. για ζώο που δεν έχει καπίστρι: Ξεκαπίστρωτο γαϊδούρι / μουλάρι. 2. για άνθρωπο αναίσθητο, ανάγωγο, αναιδή: Είναι πολύ αγενής, ξεκαπίστρωτο γαϊδούρι / μουλάρι.
[ξεκαπιστρώ(νω) (< ξε- καπίστρ(ι) -ώνω `βγάζω το καπίστρι΄) -τος]
- ξεκαρδίζομαι [ksekarδízome] Ρ2.1β : γελώ πάρα πολύ, γελώ με την καρδιά μου: Ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια με τα αστεία του. Tα παιδιά έβλεπαν την κωμωδία ξεκαρδισμένα από τα γέλια. Kάθε βράδυ το κοινό ξεκαρδίζεται με τα έξυπνα νούμερα της επιθεώρησης.
[ξε- καρδ(ιά) -ίζομαι]



