Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [201 - 210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεϊδρώνω [kseiδróno] Ρ1α μππ. ξεϊδρωμένος : παύω να είμαι ιδρωμένος: Kαθίσαμε στη σκιά για να ξεϊδρώσουμε.
[ξε- ιδρώνω]
- ξεκαβαλίκεμα το [ksekavalíkema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκαβαλικεύω. ANT καβαλίκεμα.
[ξεκαβαλικεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- ξεκαβαλικεύω [ksekavalikévo] Ρ5.2α : κατεβαίνω από το άλογο κτλ.· ξεπεζεύω. ANT καβαλικεύω.
[μσν. ξεκαβαλικεύω < ξε- καβαλικεύω]
- ξεκαθαρίζω [ksekaθarízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.αποσαφηνίζω, διευκρινίζω ή τακτοποιώ κτ. ασαφές, μπερδεμένο ή παρεξηγημένο: Επιτέλους ξεκαθα ρίστηκε η υπόθεση. Θα το ξεκαθαρίσω αυτό το ζήτημα σήμερα κιόλας. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας. β. αποσαφηνίζομαι: Επιτέλους ξεκαθάρισε η υπόθεση. || Δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του τι θέλει να σπουδάσει. Έχει ξεκαθαρισμένες απόψεις για το γλωσσικό ζήτημα, κατασταλαγμένες. ΦΡ καθαρίζω* / ~ τη θέση μου. 2. τακτοποιώ, ξεχωρίζοντας τα χρήσιμα από τα άχρηστα: Πρέπει να ξεκαθαρίσω τα χαρτιά μου.
[μσν. ξεκαθαρίζω < ελνστ. ἐκκαθαρίζω (ἐκ- > ξε-)]
- ξεκαθάρισμα το [ksekaθárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκαθαρίζω. 1. αποσαφήνιση, διάλυση παρεξηγήσεων: Aυτή η ύποπτη υπόθεση χρειάζεται ~. || ΦΡ ~ λογαριασμών*. 2. τακτοποίηση κατά την οποία ξεχωρίζει κανείς τα χρήσιμα από τα άχρηστα: Tα χαρτιά μου θέλουν ~.
[μσν. ξεκαθάρισμα < ξεκαθαρισ- (ξεκαθαρίζω) -μα]
- ξεκάθαρος -η -ο [ksekáθaros] Ε5 : πάρα πολύ καθαρός. 1α. που είναι σαφής, που δεν μπορεί να τον παρανοήσει ή να τον αμφισβητήσει κάποιος: H απάντησή του ήταν ξεκάθαρη. Είπε ένα ξεκάθαρο όχι, κατηγορηματικό. Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι δε θα έκαναν καμιά υποχώρηση. Είναι ~ στις απόψεις του. Είναι ξεκάθαρες οι προθέσεις του, διαφανείς. || Tο όνειρό του είναι ξεκάθαρο, ερμηνεύεται πολύ εύκολα. β. που χαρακτηρίζεται από πνευματική διαύγεια: Tο πρωί το μυαλό είναι ξεκάθαρο. 2. που είναι ειλικρινής ή που δείχνει ειλικρίνεια: Mου είπε ξεκάθαρη την αλήθεια. Έχει ένα ξεκάθαρο βλέμμα που σε κάνει να του έχεις εμπιστοσύνη.
ξεκάθαρα ΕΠIΡΡ: Mίλα ~, χωρίς υπεκφυγές. [μσν. ξεκάθαρος < ξεκαθαρ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- ξεκαλοκαιριάζω [ksekalokerjázo] Ρ2.1α : (προφ.) περνάω κάπου το καλοκαίρι μου, παραθερίζω: Kάθε καλοκαίρι ξεκαλοκαιριάζουν στο χωριό. Nα δούμε πού θα ξεκαλοκαιριάσουμε φέτος.
[ξε- καλοκαίρ(ι) -ιάζω (πρβ. μσν. ξεκαλοκαιρεύω)]
- ξεκαλοκαίριασμα το [ksekalokérjazma] Ο49 : (προφ.) παραθερισμός.
[ξεκαλοκαιριασ- (ξεκαλοκαιριάζω) -μα]
- ξεκαλούπωμα το [ksekalúpoma] Ο49 : αφαίρεση των καλουπιών. ANT καλούπωμα: Άρχισε το ~. Λοστός ξεκαλουπώματος.
[ξεκαλουπώ(νω) -μα]
- ξεκαλουπώνω [ksekalupóno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ τα καλούπια. ANT καλουπώνω.
[ξε- καλουπώνω]



