Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξ
808 εγγραφές [101 - 110]
ξαπόσταμα το [ksapóstama] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξαποσταίνω.

[ξαποστα- (ξαποσταίνω) -μα]

ξαποστέλνω [ksapostélno] Ρ αόρ. ξαπόστειλα και ξαπέστειλα, απαρέμφ. ξαποστείλει : διώχνω κπ. ή σπανιότερα κτ. μακριά από μένα, συνήθ. με τρόπο βίαιο και απότομο· ξεφορτώνομαι κπ. ή κτ. που το(ν) θεωρώ ενοχλητικό: Θα σε ξαποστείλω από εκεί που ήρθες. Kοίταξε να τον ξαποστείλεις μια ώρα αρχύτερα.

[μσν. ξαποστέλλω κατά το στέλλω > στέλνω < ελνστ. ἐξαποστέλλω `αποστέλλω, διώχνω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (αρχ. ἐξαποστέλλομαι)]

ξαραχνιάζω [ksaraxnázo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω ένα χώρο από τους ιστούς που έχουν πλέξει οι αράχνες.

[ξ(ε)- αραχνιάζω]

ξαράχνιασμα το [ksaráxnazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξαραχνιάζω: Tο υπόγειο θέλει ~.

[ξαραχνιασ- (ξαραχνιάζω) -μα]

ξαρμάτωτος -η -ο [ksarmátotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) 1. που δε φέρει την πολεμική του εξάρτυση, που δεν έχει τα άρματά του. 2. (ναυτ.) για πλοίο παροπλισμένο.

[μσν. εξαρμάτωτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < μσν. ρ. (ε)ξαρματώ(νω) (< εξ- αρματώνω) -τος]

ξαρμυρίζω [ksarmirízo] Ρ2.1α μππ. ξαρμυρισμένος & ξαλμυρίζω [ksalmi rízo] Ρ2.1α μππ. ξαλμυρισμένος : αφαιρώ την άρμη, κάνω κτ. λιγότερο αρμυρό: ~ το τυρί / τον μπακαλιάρο. Ελιές ξαρμυρισμένες.

[ξ(ε)- αρμυ ρ(ός), αλμυρ(ός) -ίζω]

ξαρμύρισμα το [ksarmírizma] & ξαλμύρισμα το [ksalmírizma] Ο49 : η ενέργεια του ξαρμυρίζω: Tο τυρί θέλει ~.

[ξαρμυρισ- (ξαρμυρίζω), ξαλμυρισ- (ξαλμυρίζω) -μα]

ξάρτι το [ksárti] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα σκοινιά που συγκρατούν τα κατάρτια και τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου.

[μσν. ξάρτι(ον) < εξάρτιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων., ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐξάρτιος `σκοινί κατάλληλο για κρέμασμα΄]

ξασπρίζω [ksasprízo] Ρ2.1α μππ. ξασπρισμένος : 1.για χρώμα που έχει αλλοιωθεί, που έχει γίνει πολύ ανοιχτό, σχεδόν άσπρο· ξεθωριάζω· (πρβ. ξεβάφω): H τέντα ξάσπρισε από τον ήλιο. Φορούσε ένα φουστάνι ξασπρισμένο από τα πολλά πλυσίματα. 2. για κτ. που φαίνεται άσπρο, φωτεινό, ανοιχτόχρωμο: Kάτι ξάσπρισε μέσα στη νύχτα. Στους θάμνους ξασπρίζουν κάτι μικρά λουλούδια.

[ξ(ε)- ασπρίζω]

ξάσπρισμα το [ksásprizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξασπρίζω.

[ξασπρισ- (ξασπρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...81   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες