Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξύλο
36 εγγραφές [11 - 20]
ξυλοκατασκευή η [ksilokataskeví] Ο29 : κατασκευή φτιαγμένη με ξύλο, συνήθ. στην οικοδομική: Mια πρόχειρη ~ στον κήπο χρησίμευε για αποθήκη.

[λόγ. ξυλο- + κατασκευή]

ξυλοκερατιά η [ksilokeratá] Ο24 : η χαρουπιά.

[ξυλοκέρατ(ο) -ιά]

ξυλοκέρατο το [ksilokérato] Ο41 : το χαρούπι.

[ελνστ. ξυλοκέρατον]

ξυλόκολλα η [ksilókola] Ο27α : κόλλα ειδική για τη συγκόλληση ξύλων.

[ελνστ. ξυλόκολλα]

ξυλοκόπημα το [ksilokópima] Ο49 : η ενέργεια του ξυλοκοπώ· ξυλοδαρμός.

[ξυλοκοπη- (ξυλοκοπώ) -μα]

ξυλοκόπος ο [ksilokópos] Ο18 : αυτός που κόβει ξύλα από το δάσος για βιοποριστικούς λόγους.

[λόγ. < αρχ. ξυλοκόπος]

ξυλοκοπώ [ksilokopó] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : δέρνω κπ. πολύ.

[ελνστ. ξυλοκοπῶ]

ξυλόκοτα η [ksilókota] Ο27α : 1.η μπεκάτσα. 2. (μτφ.) για γυναίκα ξερακιανή με ψηλά και αδύνατα πόδια.

[ξυλο- + κότα]

ξυλομπογιά η [ksilobojá] Ο24 : ξύλινο μολύβι με χρώμα.

[ξυλο- + μπογιά]

ξυλοπάπουτσο το [ksilopáputso] Ο41 : είδος ξύλινου παπουτσιού ή παπουτσιού με ξύλινη σόλα που είναι ανοιχτό από πίσω· (πρβ. σαμπό).

[ξυλο- + παπούτσ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες