Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξινήθρα η [ksiníθra] Ο25α : 1.είδος άγριου χόρτου με μικρά κίτρινα άνθη και ξινή γεύση. 2. (μτφ.) για άνθρωπο, κυρίως για γυναίκα, δύστροπο, γρουσούζη, στρυφνό: Παντρεύτηκε μια ~!
[ξιν(ός) -ήθρα]
- ξινίζω [ksinízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 μππ. ξινισμένος : 1.για τρόφιμα και ποτά: α. που αλλοιώνονται με αποτέλεσμα να αποκτούν ξινή, δυσάρεστη γεύση: Ξίνισε το γάλα. Tο τυρί που αγόρασες είναι ξινισμένο. Mε τη ζέστη ξίνισε το κρασί. || προσδίδω σε κτ. ξινή γεύση, λόγω αλλοίωσης. β. που αποκτούν ξινή γεύση με την προσθήκη ανάλογης ουσίας: Tο ξίνισες το φαγητό με τόσο λεμόνι που έβαλες. 2. (οικ.) α. (συνήθ. παθ.) για αίσθημα ξινής γεύσης: Έφαγε μια φέτα λεμόνι και ξινίστηκε. Mε ξίνισε η πορτοκαλάδα. β. εκδηλώνω τη δυσαρέσκειά μου: Ξινίστηκε / ξίνισε όταν το άκουσε. ΦΡ ~ τα μούτρα* μου. ο ένας / η μία της / του βρομάει, ο άλλος / η άλλη της / του ξινίζει, για ιδιότροπο / ιδιότροπη και ανικανοποίητο / ανικανοποίητη στον ερωτικό τομέα: Πού να παντρευτεί· ο ένας της βρομάει, ο άλλος της ξινίζει.
[ξιν(ός) -ίζω]
- ξινίλα η [ksiníla] Ο25α : 1.άσχημη ξινή μυρωδιά: Tα ρούχα του μύριζαν μούχλα και ~. 2. (συνήθ. πληθ.) άσχημη ξινή γεύση στο στόμα που έρχεται από το στομάχι: Συνήθως μετά το φαγητό έχω ξινίλες. Tα βαριά τα φαγητά του προκαλούν ~.
[ξιν(ός) -ίλα]
- ξίνισμα το [ksínizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξινίζω: Tο ~ του κρασιού / του γάλατος.
[ξινισ- (ξινίζω) -μα]
- ξινο- [ksino] & ξινό- [ksinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. ξινός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε σύνθετα ουσιαστικά, δηλώνει ότι αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό έχει ξινή γεύση: ξινόγαλα, ~τύρι. 2. στην κοινή ονομασία φυτών: ~κέρασο, ξινόμηλο, ξινόμουρο, ~στάφυλο. 3. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα: ξινόγλυκος.
[μσν. ξινο- θ. του επιθ. ξιν(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ξινό-γαλα]
- ξινόγαλο το [ksinóγalo] Ο41 & ξινόγαλα το [ksinóγala] Ο49 : γάλα το οποίο αφού υποστεί ζύμωση γίνεται παχύρρευστο και υπόξινο.
[ξινο- + γάλ(α) -ο· μσν. ξινόγαλα < ξινο- + γάλα]
- ξινοκέρασο το [ksinokéraso] Ο41 : (λαϊκότρ.) το βύσσινο.
[ξινο- + κεράσ(ι) -ο]
- ξινομηλιά η [ksinomilá] Ο24 : μηλιά που παράγει μήλα με υπόξινη γεύση, ξινόμηλα.
[ξινόμηλ(ο) -ιά]
- ξινόμηλο το [ksinómilo] Ο41 : είδος μήλου με υπόξινη γεύση.
[ξινο- + μήλο]
- ξινός -ή -ό [ksinós] Ε1 : 1α.που έχει την έντονη γεύση του λεμονιού: H σούπα / η σαλάτα είναι πολύ ξινή. || υπόξινος: Ξινά δαμάσκηνα. β. για φρούτα που δεν έχουν ωριμάσει: Είναι ξινά ακόμα τα σταφύλια. ΦΡ περσινά* ξινά σταφύλια. 2. (ως ουσ.) α. το ξινό: α1. η γεύση του ξινού. α2. το κιτρικό οξύ. β. (οικ.) τα ξινά, τα εσπεριδοειδή. ΦΡ μου βγαίνει κτ. ξινό / βγάζω κτ. σε κπ. ξινό, για κτ. που ενώ αρχικά ήταν ευχάριστο, είχε δυσάρεστη έκβαση: Mας βγήκε ξινό το γλέντι / το γέλιο. Mου έβγαλε ξινό το ταξίδι. του / της αρέσουν τα ξινά, του / της αρέσουν οι παράνομες ερωτικές απολαύσεις. 3. (μτφ.) για άνθρωπο δύστροπο, γρουσούζη, στρυφνό: Ξινή γυναίκα.
ξινούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [μσν. ξινός < *οξινός (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [o-oksi > oksi > o-ksi] ) < αρχ. ὄξ(ος) (δες στο ξίδι) -ινός (πρβ. ελνστ. ὄξινος, ίδ. σημ.)· ξιν(ός) -ούτσικος]



