Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεχωριστός -ή -ό [ksexoristós] Ε1 : 1.που ξεχωρίζει, γιατί έχει μεγαλύτερη ένταση και γιατί γίνεται ή υπάρχει αποκλειστικά για κπ. ή για κτ.: Έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον. Για το μικρό του γιο δείχνει μια ξεχωριστή αγάπη. || που ξεχωρίζει από όλους τους άλλους, που διακρίνεται ως καλός ή καλύτερος· εκλεκτός, διαλεχτός: Tέτοιους ανθρώπους, τόσο ξεχωριστούς και σεβαστούς, τους σέβεται κανείς. 2α. που γίνεται ή που υπάρχει χωριστά από άλλους και αποκλειστικά για κπ. ή για κτ.: H μετάφραση δημοσιεύτηκε σε ξεχωριστό έντυπο. Tο θέμα θα συζητηθεί σε ξεχωριστή συνεδρίαση. β. που ανήκει αποκλειστικά σε κπ.: Έχει ξεχωριστό δωμάτιο, ιδιαίτερο.
[μσν. ξεχωριστός < ξεχωρισ- (ξεχωρίζω) -τός]