Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφαντώνω
1 εγγραφή
ξεφαντώνω [ksefandóno] Ρ1α : διασκεδάζω πολύ, γλεντώ, συνήθ. με φαγοπότι, χορό και τραγούδι.

[μσν. ξεφαντώνω < εξεφαντώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. *ἐκφαντ(ῶ) -ώνω < ἔκφαντος `φανερωμένος΄ (ἐκ- > ξε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες