Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεσκονίζω [kseskonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.με πανί, βούρτσα κτλ. αφαιρώ τη σκόνη από έπιπλα, ρούχα, παπούτσια κτλ.: Tο σπίτι έχει να ξεσκονιστεί πολλές μέρες. 2. (μτφ., προφ.) α. κολακεύω, περιποιούμαι κπ. από συμφέρον: Για να πετύχει προαγωγή, ξεσκονίζει τους ανωτέρους του. β. μελετώ κτ. σε όλες του τις λεπτομέρειες: Έχει ξεσκονίσει για τα καλά την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. || ανανεώνω την επαφή μου με κτ. που το είχα μελετήσει, αλλά το έχω μισοξεχάσει: Nα ξεσκονίσουμε λίγο τα γερμανικά μας. γ. εξετάζω κπ. εξονυχιστικά θέτοντάς του ερωτήσεις πάνω σε ένα θέμα: Ο καθηγητής μάς ξεσκόνισε στις εξετάσεις.
[μσν. ξεσκονίζω < ξε- σκονίζω]