Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξενερώνω [kseneróno] Ρ1α : (οικ.) 1. συνέρχομαι από μεθύσι: Δεν ξενερώσαμε ακόμα από χθες το βράδυ. || (λαϊκ.) συνέρχομαι από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. 2α. κάνω κπ. να χάσει το κέφι του, να προσγειωθεί απότομα στην πραγματικότητα: Mε ξενέρωσε τελείως με τη συμπεριφορά του / με την πρώτη κουβέντα που μου είπε. β. χάνω το κέφι μου, προσγειώνομαι απότομα στην πραγματικότητα: Mε το που το άκου σα ξενέρωσα.
[μσν. ξενε ρώ(νω) `προεξέχω απ΄ το νερό΄ < ξε- νερ(ό) -ώνω]