Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκαθαρίζω [ksekaθarízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.αποσαφηνίζω, διευκρινίζω ή τακτοποιώ κτ. ασαφές, μπερδεμένο ή παρεξηγημένο: Επιτέλους ξεκαθα ρίστηκε η υπόθεση. Θα το ξεκαθαρίσω αυτό το ζήτημα σήμερα κιόλας. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας. β. αποσαφηνίζομαι: Επιτέλους ξεκαθάρισε η υπόθεση. || Δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του τι θέλει να σπουδάσει. Έχει ξεκαθαρισμένες απόψεις για το γλωσσικό ζήτημα, κατασταλαγμένες. ΦΡ καθαρίζω* / ~ τη θέση μου. 2. τακτοποιώ, ξεχωρίζοντας τα χρήσιμα από τα άχρηστα: Πρέπει να ξεκαθαρίσω τα χαρτιά μου.
[μσν. ξεκαθαρίζω < ελνστ. ἐκκαθαρίζω (ἐκ- > ξε-)]



