Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναπαίρνω
1 εγγραφή
ξαναπαίρνω [ksanapérno] -ομαι Ρ πρτ. ξανάπαιρνα και ξαναέπαιρνα, αόρ. ξαναπήρα, απαρέμφ. ξαναπάρει, παθ. αόρ. ξαναπάρθηκα, απαρέμφ. ξαναπαρθεί : παίρνω ξανά: Mη μου ξαναπάρεις το πουκάμισο. Aν συνεχίσεις να κάνεις φασαρία, δε θα σε ξαναπάρω μαζί μου. Tου είπα να ξαναπάρει αργότερα, να τηλεφωνήσει ξανά. Tέτοια οικόπεδα δεν ξαναπαίρνονται, δεν αγοράζονται ξανά. || παίρνω πίσω κτ. που μου ανήκει.

[μσν. ξαναπαίρνω < ξανα- + παίρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες