Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξάγρυπνος
1 εγγραφή
ξάγρυπνος -η -ο [ksáγripnos] Ε5 : που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας: Στριφογύριζε ~ στο κρεβάτι του. Έμεινα ξάγρυπνη περιμένοντάς τον. Ο πονόδοντος με κράτησε ξάγρυπνο όλη τη νύχτα.

[μσν. *ξάγρυπνος (πρβ. μσν. ξαγρυπνός) < ξ(ε)- άγρυπνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες