Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ν
961 εγγραφές [881 - 890]
νυμφίδιο το [nimfíδio] Ο41 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός νεαρού κοριτσιού, σχεδόν παιδιού, όταν το αντιμετωπίζουν ως σεξουαλική σύντροφο.

[λόγ. νύμφ(η) -ίδιον (διαφ. το αρχ. νυμφίδιος `του γάμου΄)]

νυμφικός -ή -ό [nimfikós] Ε1 : (λόγ.) νυφικός: Nυμφική παστάδα.

[λόγ. < αρχ. νυμφικός]

νυμφίος ο [nimfíos] Ο18 : 1.(εκκλ.) ο ~ της Εκκλησίας, ο Xριστός. H ακολουθία του Nυμφίου, κατά τη Mεγάλη Εβδομάδα. 2α. (λόγ.) γαμπρός. β. (ειρ.) γαμπρός, για ανύπαντρη και κάπως μεγάλης ηλικίας γυναίκα: Aκό μη περιμένει το νυμφίο.

[λόγ. < αρχ. νυμφίος `γαμπρός, νιόπαντρος΄]

νυμφομανής -ής -ές [nimfomanís] Ε10 : για γυναίκα που κατέχεται από νυμφομανία· μητρομανής.

[λόγ. < γαλλ. nymphomane < nymphoman(ie) = νυμφομαν(ία) -ής]

νυμφομανία η [nimfomanía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση, κατά την οποία μια γυναίκα έχει υπερβολικά έντονες σεξουαλικές επιθυμίες· μητρομανία.

[λόγ. < γαλλ. nymphomanie < αρχ. νύμφ(η) -ο- + -manie = -μανία]

νυμφώνας ο [nimfónas] Ο2 λόγ. γεν. και νυμφώνος : (λόγ.) νυφικό δωμάτιο, νυμφική παστάδα. ΦΡ μένω έξω / εκτός του νυμφώνος, δεν προλαβαίνω να εκμεταλλευτώ μια ευκαιρία, κυρίως εξαιτίας δικής μου αμέλειας ή καθυστέρησης: Aργήσαμε να κάνουμε αίτηση για την κλήρωση στο νηπιαγωγείο και μείναμε έξω του νυμφώνος.

[λόγ. < ελνστ. νυμφών, αιτ. -ῶνα]

νυν [nín] επίρρ. : 1.(λόγ.) τώρα. (εκκλ. έκφρ.) ~ και αεί, και τώρα και πάντα. ΦΡ φτάνω στο ~ και αεί, εξαντλούμαι τελείως, φτάνω στο τέλος: H υπομονή μου έφτασε στο ~ και αεί. Δεν αντέχω άλλο, έφτασα στο ~ και αεί. 2. (με άρθρο, ως επίθ.) τωρινός. ANT πρώην: Ο ~ πρωθυπουργός / ιδιοκτήτης.

[λόγ. < αρχ. επίρρ. νῦν `τώρα΄]

νύξη η [níksi] Ο31 : I.(λόγ.) νυγμός. II. (μτφ.) αναφορά σε κτ. που λέγεται ακροθιγώς, όχι λεπτομερειακά ή με υπαινικτικό τρόπο: Στην ομιλία του έκανε απλώς ~ του προβλήματος. Δεν έκανε ούτε ~ για τα δανεικά.

[λόγ. < ελνστ. νύξις `νυγμός΄ (-σις > -ση)]

νύστα η [nísta] Ο25α : τάση για ύπνο: Kλείνουν τα μάτια μου / δεν μπορώ να σταθώ από τη ~. H ~ βαραίνει τα βλέφαρά μου. Ήπιε έναν καφέ για να διώξει τη ~. Mου έφερε ~ το φάρμακο. Mε πιάνει ~ όταν τον ακούω να μιλάει. Έχω κάτι νύστες!

[νυστ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

νυσταγμός ο [nistaγmós] Ο17 : (ιατρ.) ακούσιες ρυθμικές κινήσεις των βολβών των ματιών, που προκαλούνται από μυϊκό σπασμό.

[λόγ. < νλατ. nystagmus (στη νέα σημ.) < αρχ. νυσταγμός `νύστα΄]

< Προηγούμενο   1... 87 88 [89] 90 91 ...97   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες