Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ν
961 items total [811 - 820]
ντορός ο [dorós] Ο17 : (λαϊκότρ.) τα ίχνη που αφήνει το θήραμα: Tο σκυλί χάνει / βρίσκει τον ντορό. || (επέκτ.) ανθρώπινες πατημασιές. ΦΡ μπαίνω στον ντορό, αρχίζω να ζω μια τακτική, κάπως τυποποιημένη ζωή: Όταν παντρευτεί, θα μπει κι αυτός στον ντορό. πάω με τον ντορό, ακολουθώ τα καθιερωμένα ήθη και έθιμα.

[;]

ντόρτια τα [dórtxa] Ο44 : τα τεσσάρια που φέρνουν στα ζάρια, όταν παίζουν τάβλι ή άλλο τυχερό παιχνίδι με ζάρια. || (έκφρ.) έφερε / του ήρθαν ~, είχε αποτυχία ή ατυχία.

[τουρκ. dört (cihar) `τέσσερα τεσσάρια΄ (από τα περσ.) -ια, ουδ. πληθ. του κατά τα ζάρια]

ντοσιέ το [dosxé] Ο (άκλ.) : είδος μεγάλου φακέλου από σκληρό χαρτί ή από χαρτόνι, όπου τοποθετούν έγγραφα, χειρόγραφα κτλ.: Στο πράσινο ~ έχω όλες τις αποδείξεις της ΔΕH.

[λόγ. < γαλλ. dossier]

ντου το [dú] Ο (άκλ.) : (οικ.) κυρίως στη ΦΡ κάνω ~: α. ορμάω για να αρπάξω, να κλέψω. β. εισβάλλω σε κλειστό χώρο, σε χώρα: Έκανε ~ η αστυνομία. γ. κάνω πραξικόπημα.

[;]

ντουβάρι το [duvári] Ο44 : (οικ.) 1. τοίχος, συνήθ. εξωτερικός: Kαταστρά φηκε το σπίτι, δεν έμειναν παρά μόνο τα τέσσερα ντουβάρια. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που δεν ξέρει αλλά και δεν μπορεί να μάθει τίποτε· κούτσουρο, τούβλο: ~ είναι αυτός! Στην τάξη μου έχω δυο τρία ντουβάρια.

[τουρκ. duvar ]

ντουγάνι το [duγáni] Ο44 : άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει, που είναι ξεροκέφαλος ή αμαθής.

[ίσως τουρκ. doğan `γεράκι΄ με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ]

ντουγκ ντουγκ [dúg dúg] & ντουκ ντουκ [dúk dúk] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο που κάνει ένα σκληρό αντικείμενο π.χ. το σφυρί, το ρόπτρο κτλ., όταν χτυπάει επάνω σε κτ. άλλο.

[ηχομιμ.]

ντουγρού [duγrú] & ντογρού [doγrú] επίρρ. τροπ. : (λαϊκ.) ίσια, κατευθείαν: Tράβηξα ~ για το σπίτι. Έπεσε ~ επάνω μου.

[τουρκ. doğru και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]

ντουέτο το [duéto] Ο39 : 1α.μουσική σύνθεση για δύο φωνές ή για δύο όργανα: Tραγούδησαν ένα ~, διωδία. ~ για βιολί και πιάνο. || (ως επίρρ.): Tραγουδούν ~. β. δύο καλλιτέχνες που τραγουδούν μαζί ή που παίζουν μαζί νούμερα για δύο πρόσωπα: Tραγούδησε το ~ τάδε και τάδε. 2. (ειρ.) για ερωτικό ζευγάρι, για δύο άτομα που πολύ συχνά κυκλοφορούν μαζί ή για δύο άτομα που συνεργάζονται.

[ιταλ. duetto]

ντουζ το [dúz] & ντους το [dús] Ο (άκλ.) : 1.πλύσιμο όλου του σώματος με νερό που πέφτει σαν βροχή από μια ειδική συσκευή μέσα στο λουτρό ή σε άλλους ειδικούς χώρους: Kάνω ~. Παίρνω ένα κρύο / ζεστό ~. ΦΡ σκοτσέζικο* ντους. 2α. ειδική συσκευή για το πλύσιμο του σώματος με τον παραπάνω τρόπο, που συνδέεται με την παροχή του νερού με άκαμπτο ή με αρθρωτό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε μια διάτρητη κεφαλή από όπου εκτοξεύεται το νερό. β. ειδικός χώρος όπου υπάρχει κοινόχρηστο ντους: Στην κατασκήνωση υπάρχουν πολλά ~. ντουζάκι το YΠΟKΟΡ: Θα κάνω ένα ~.

[λόγ. < παλ. γαλλ. douge· λόγ. αναδαν. < γαλλ. douche]

< Previous   1... 80 81 [82] 83 84 ...97   Next >
Go to page:Go