Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ν
961 εγγραφές [61 - 70]
ναρκοπέδιο το [narkopéδio] Ο40 : περιοχή στην ξηρά ή στη θάλασσα, όπου έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή σε περισσότερες σειρές.

[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + πεδίον μτφρδ. αγγλ.(;) minefield]

ναρκοσυλλέκτης ο [narkosiléktis] Ο10 : (στρατ.) στρατιωτικός που έχει εκπαιδευτεί στην ανίχνευση, τον εντοπισμό και την εξουδετέρωση ναρκών 2.

[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + συλλέκτης]

ναρκωδολάριο το [narkoδolário] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ονομασία των δολαρίων που έχουν στην κατοχή τους, που συσσωρεύουν οι έμποροι ναρκωτικών ή όσοι ασχολούνται με την παράνομη διακίνησή τους.

[λόγ. < αγγλ. πληθ. narcodollars < narco(tics) = ναρκω(τικά) + dollar = δολάριο]

νάρκωμα το [nárkoma] Ο49 : η ενέργεια του ναρκώνω.

[λόγ. ναρκω- (δες ναρκώνω) -μα]

ναρκώνω [narkóno] -ομαι Ρ1 : 1α.προκαλώ σε κπ. νάρκωση· κοιμίζω: Nάρκωσαν τον άρρωστο για να τον χειρουργήσουν. || αναισθητοποιώ ένα μέλος ή τμήμα του σώματος. β. προκαλώ σε κπ. νάρκη, του φέρνω τάση για βαρύ ύπνο: Nαρκωμένος από τη μεγάλη ζέστη. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να λειτουργεί υποτονικά: H ομορφιά και η ποικιλία στη φύση ξυπνούν τις ναρκωμένες αισθήσεις μας.

[λόγ. < αρχ. ναρκ(ῶ) `κάνω κτ. να μουδιάσει΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. narcotiser]

νάρκωση η [nárkosi] Ο33 : κατάσταση του οργανισμού που χαρακτηρίζεται από βαθύ ύπνο και κατάργηση του αισθήματος του πόνου και που προκαλείται με τεχνητά μέσα· γενική αναισθησία· (πρβ. ύπνωση): Ο αναισθησιολόγος αναλαμβάνει τη ~ του αρρώστου που θα χειρουργηθεί. Συνέρχομαι από τη ~. H χειρουργική επέμβαση έγινε υπό ~. Bαθιά / ελαφριά ~. Δίνω ~, ναρκώνω. Παίρνω ~, ναρκώνομαι. || Tοπική ~, τοπική αναισθησία: H επέμβαση έγινε με τοπική και όχι με ολική / γενική ~.

[λόγ. < αρχ. νάρκω(σις) `μούδιασμα΄ -ση σημδ. γαλλ. narcose (στη νέα σημ.) < αρχ. νάρκωσις]

ναρκωτικός -ή -ό [narkotikós] Ε1 : 1.που έχει την ιδιότητα να προκαλεί νάρκωση: Nαρκωτικές ουσίες. Nαρκωτικά φάρμακα. 2. (ως ουσ.) το ναρκωτικό: α. τοξική ουσία, όπως π.χ. η ηρωίνη, το χασίς κτλ., που η παρατεταμένη χρήση της δημιουργεί εθισμό, με αποτέλεσμα την ψυχολογική και τη σωματική κατάπτωση του ατόμου που την παίρνει. Mαλακά* / σκληρά* ναρκωτικά. Λαθρεμπόριο / έμπορος / υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών. β. (μτφ.) καθετί που το χρησιμοποιεί κάποιος συχνά ή ασχολείται συνεχώς με αυτό, τον χαλαρώνει, του γίνεται όμως τόσο απαραίτητο, ώστε δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτό: H τηλεόραση είναι το ναρκωτικό του.

[λόγ. < ελνστ. ναρκωτικός `που προκαλεί μούδιασμα, υπνωτικός΄ & γαλλ. narcotique (στη νέα σημ.) < ελνστ. ναρκωτικός]

ναστόχαρτο το [nastóxarto] Ο41 : το χαρτόνι.

[λόγ. < αρχ. ναστ(ός) `συμπιεσμένος΄ -ο- + χάρτ(ης) -ον]

νατοϊκός -ή -ό [natoikós] Ε1 : που έχει σχέση με το NATΟ: Nατοϊκά στρατεύματα.

[λόγ. αρκτικόλ. NATΟ -ικός < αγγλ. N(orth) A(tlantic) T(reaty) Ο(rganization) `Οργανισμός Bορειοατλαντικού Συμφώνου΄]

νατουραλισμός ο [naturalizmós] Ο17 : τάση στη λογοτεχνία και στην τέχνη, που παρουσιάστηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και που επιδίωκε την πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, τονίζοντας ιδιαίτερα τις λεπτομέρειες, χωρίς να προχωρεί σε κριτική αντιμετώπιση των καταστάσεων· (πρβ. ρεαλισμός).

[λόγ. < γαλλ. naturalisme ( [u] κατά το λατ. έτυμο natura `φύση΄) (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...97   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες