Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νωπό
2 items total [1 - 2]
νωπογραφία η [nopoγrafía] Ο25 : ΣYN φρέσκο. 1. μέθοδος ζωγραφικής σε τοίχο, στην οποία χρησιμοποιούν υδροχρώματα επάνω στη νωπή ακόμη επιφάνεια του ασβεστοκονιάματος. 2. τοιχογραφία ζωγραφισμένη με την παραπάνω μέθοδο.

[λόγ. νωπ(ός) -ο- + γράφ(ω) -ία κατά το ζωγραφία (δες στο ζωγραφιά) απόδ. ιταλ. affresco < a fresco `σε φρέσκο΄]

νωπός -ή -ό [nopós] Ε1 : 1α.(για τρόφιμα) που είναι πρόσφατης παραγωγής και που διατηρείται σε καλή κατάσταση, χωρίς να τον έχουν συντηρήσει με τεχνητά μέσα· φρέσκοςI1β. ANT συντηρημένος, κατεψυγμένος: Nωπά φρούτα / λαχανικά. Nωπό κρέας / ψάρι. || Nωπό βούτυρο, σε αντιδιαστολή προς το λιωμένο και αλατισμένο. β. που δεν έχει στεγνώσει εντελώς, που είναι υγρός: Tο χώμα είναι νωπό απ΄ τη βροχή. Tο μελάνι / το αίμα είναι ακόμη νωπό. Tα ρούχα να τα σιδερώνεις νωπά. || ~ τάφος, φρεσκοσκαμμένος. 2. (μτφ.) που είναι πρόσφατος: Tα γεγονότα είναι ακόμη νωπά. Οι τελευταίες νωπές ειδήσεις. || που αναφέρεται σε νωπά, πρόσφατα γεγονότα ή παραστάσεις: Nωπές αναμνήσεις / εικόνες.

[μσν. νωπός < αρχ. νέ(ος) -ωπός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go